fbpx

Ένκε Φεζολλάρι

Βαθμολογία Επισκεπτών: 5

Συνέντευξη στην Κάτια Σωτηρίου για το mytheatro.gr

  • Ευχαριστούμε την Ελπίδα Μουμουλίδου για τη φωτογράφιση
  • Δείτε τις φωτογραφίες σε μεγάλη ανάλυση στο facebook.com/mytheatro/

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, δημιουργός που μπορεί να διαβάζει μεταξύ των γραμμών: ο Ένκε Φεζολλάρι είναι μια από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που όταν τους συναντήσεις στα θεατρικά μονοπάτια, δεν τους ξεχνάς.Τον είδα πρώτη φορά ως ηθοποιό στο «Ένας στους Δέκα», στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, κι ενώ έχει περάσει μια δεκαετία μόνο από τότε, η πορεία του υπήρξε σπουδαία και ουσιώδης. Ώριμος σκηνοθέτης, ανεβάζει εδώ και χρόνια έργα που διακρίνονται για το εύρος των συναισθημάτων τους, τον κοινωνικό τους προβληματισμό, αλλά και για την μεστή τους απλότητα. Ίσώς γιατί ο ίδιος φέρει μια Βαλκάνια ψυχή πλούσια σε εσωτερικούς συμβολισμούς και αρχαϊκούς κώδικες που «κλείδωσαν» μέσα του και καθόρισαν ένα χαρακτήρα ατίθασο, αυθόρμητο, ζεστό και γοητευτικό. Τον συνάντησα με αφορμή το έργο « Ορκισμένη Παρθένα», ένα έργο υψηλών συναισθηματικών εντάσεων, που σκηνοθετεί στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών, και που θα ανέβει στην Πειραιώς 260 στις 13-14/7, και που είναι μια από τις σημαντικές στιγμές του φετινού φεστιβάλ.

Ακολουθεί η συζήτηση μας

Κ.Σ Γεννήθηκες στην Αλβανία, ήρθες μικρός στην Ελλάδα… πότε μέσα σε αυτήν την πορεία αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;

Ε.Φ. Ήρθα τον Αύγουστο του 1993 στην Ελλάδα, σχεδόν 12 ετών. Η μαμά μου είχε δει από νωρίς την κλίση που είχα προς τα καλλιτεχνικά, και με έγραψε στο μπαλέτο για να γίνω χορευτής. Ήταν μια πολύ δύσκολη περίοδος λόγω της κατάρρευσης του καθεστώτος στην Αλβανία, και είχα και έναν αυταρχικό πατέρα που με εμπόδισε τελικά να γίνω χορευτής. Αναρωτιέμαι μερικές φορές πώς θα ήταν αν είχα γίνει. Έτσι από τη μία πλευρά υπήρχε ήδη αυτό, αλλά ερχόμενος εδώ, σε μια νέα χώρα, έπρεπε πρώτα να μάθω τη γλώσσα. Ωστόσο μέσα στα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα άρχισα να αναζητώ μια καλλιτεχνική διέξοδο. Γράφτηκα σε ένα τμήμα ζωγραφικής στο Δήμο Αθηναίων, πήγα σε μαθήματα ελληνικών χορών και τζαζ, έκανα πηλό. Όλα αυτά έμεναν στο αφρό, τα παρατούσα εύκολα. Κάποια στιγμή στο γυμνάσιο, έφτασα στον πάτο με τον εαυτό μου, με την κοινωνία του σχολείου, με τα παιδιά.. δεν θα μιλήσω για bullying, αλλά ήταν δύσκολα χρόνια. Στα σχολεία της Γκράβας ήταν ακόμα πιο δύσκολα, γιατί εκεί μπορούσες να βρεις τα πάντα. Πηγαίνοντας στο Λύκειο, είχα μεγαλύτερη παρότρυνση από τους καθηγητές μου να ακολουθήσω αυτό που είχα μέσα μου.  Επειδή δούλευα και από μικρός σε νησιά, γνώρισα πολλούς καλλιτέχνες…θα μπορούσα να πω ότι γνώρισα τους σωστούς ανθρώπους τότε στην εφηβεία μου. Δουλεύοντας ήρθα σε επαφή με τον παλμό του κόσμου, κι έτσι μέσα στο διάβα της κακοτυχίας και καλοτυχίας της ζωής μου, βρέθηκαν άνθρωποι, είτε στο λύκειο, είτε κοινωνικά που με οδήγησαν στο να πάρω την απόφαση μου. Μια χορογράφος, η Μάχη Δημητριάδη Lindhal που έμελλε να γίνει φίλη μου, έβαλε το λιθαράκι της κι εκείνη στην αφύπνιση μου, όπως και άλλοι άνθρωποι τότε. Βέβαια το πώς διαχειρίζεται κανείς τη συνέχεια, το αν θα ολοκληρωθεί η αφύπνιση ή όχι είναι ένα άλλο θέμα. Μπορεί όμως να έπαιξε ρόλο και η ανάγκη να ξεφύγω από μια μίζερη ταυτότητα. Ούτως ή άλλως ήμουν από τα παιδιά που ήθελαν να βγούν στην τηλεόραση. Είχα αυτή τη λόξα…

Κ.Σ. Τι ήταν η τέχνη για σένα, έτσι όπως ένιωθες μικρός;

Ε.Φ. Η τέχνη ήταν ανέκαθεν το καταφύγιο των κατατρεγμένων, ή των μειονοτήτων σε όλα τα επίπεδα. Είναι ένας τόπος εξορίας από τη μία, και ένα μοναστήρι από την άλλη, όπου όλοι εμείς καταφεύγουμε ως ικέτες. Η Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε το θέατρο, οπότε όλος ο αρχαίος πολιτισμός μπορεί να με επηρέασε και στον τρόπο που ένιωθα μικρός. Κάθε Κυριακή μας πήγαινε η μητέρα μου στην Ακρόπολη, στο Λυκαβηττό, κάναμε όλο το τουρ.. σίγουρα όμως και η μητέρα μου, αλλά και ο ίδιος μου ο εαυτός συνέβαλαν σε όλο αυτό.

Κ.Σ. Η μητέρα σου είχε κάποια σχέση με την Ελλάδα;

Ε.Φ. Όχι. Εκείνη ήρθε πρώτη εδώ, εμείς ήρθαμε αργότερα. Είχε σπουδάσει φιλοσοφία και δίδασκε Ιστορία του Κομμουνισμού, κι έτσι εμένα τα πρώτα μου βιβλία ήταν η Ιλιάδα, ή οι τραγωδίες του Σοφοκλή – για παιδιά. Αργότερα ήρθαν τα animations του Σαίξπηρ στην τηλεόραση, που τα είδα πρώτη φορά εδώ. Οπότε κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.

Κ.Σ. Νιώθεις σαν να έχεις δυο πατρίδες; Ποιες εικόνες κουβαλάς από τις πατρίδες αυτές;

Ε.Φ. Μέχρι στιγμής το 1/3 είναι Αλβανία και τα 2/3 Ελλάδα. Οπότε η ζυγαριά γέρνει προς Ελλάδα. Σαφώς, πηγαίνοντας στην Αλβανία, και με τον Άμλετ που σκηνοθέτησα, και τώρα που πήγαμε για τις Ορκισμένες παρθένες, υπάρχουν πράγματα οικεία, βουκολικά στοιχεία, της αθωότητας, τόποι…τα καλοκαίρια πήγαινα στα χωριά, ήμουν από τα παιδιά που ανέβαινα σε δέντρα… έτρωγα κορόμηλα. Πριν από ένα χρόνο, σε ένα δρόμο κοντά στην πεζόδρομο στη Μιχαλακοπούλου, περνούσαμε από μια πολυκατοικία πολύ ωραία, που είχε μια κορομηλιά, και άρχισα να την πασπατεύω. Μια φίλη μου που ήταν μαζί, μου έβαλε τις φωνές, αλλά αυτό είναι κάτι που το θεωρώ πολύ φυσικό. Ήταν δεδομένο για εμάς ότι θα τρώγαμε από ένα δέντρο που έχει καρπούς. Και τώρα βλέπω τα μούρα στο Παγκράτι και μου έρχεται να πάρω ένα κοφίνι, να αρχίσω να μαζεύω. Όλες αυτές είναι εικόνες που τις κουβαλώ μαζί μου, για αυτό φέρνω αυτό το παράδειγμα, για το πώς έβλεπα τα δέντρα τότε, και πώς τώρα. Ήμουν πολύ μικρός στην Αλβανία, οπότε τα βιώματα είναι εξιδανικευμένα στο μυαλό μου. Δεν μπορώ να μιλήσω πολιτικά γιατί οι δικοί μου ήταν καθεστωτικοί και υπήρχε μια ζωή που ήταν κανονική, και που άλλαξε σε ένα βράδυ. Κατέρρευσαν όλα. Για εμένα η Αλβανία έχει αυτό το κομμάτι. Όταν πήγα λοιπόν πίσω για τον Άμλετ, όλο αυτό θρυμματιζόταν μέρα με την μέρα, γιατί υπήρχε ένα μεγάλο κενό. Υπήρχε αυτή η Αλβανία που εγώ περπατούσα στο δρόμο, και πήγαινα να δω κουκλοθέατρο κάθε Κυριακή με το χαρτζιλίκι που μου έδινε η μαμά μου, η Αλβανία που έτρωγα μαλλί της γριάς, ένα παιδάκι ελεύθερο, χωρίς φόβο… και η Αλβανία του σήμερα, που προσπαθεί να βρει την ταυτότητα της με σπασμωδικές κινήσεις, που φαίνονται ακόμα και στην αρχιτεκτονική της, και με πολλή βία που μπορεί να υπήρχε και παλιά, αλλά δεν την αντιλαμβανόμουν εγώ ως παιδί. Νιώθω Έλληνας, νιώθω Βαλκάνιος. Τα όνειρα μου είναι ελληνικά. Από την άλλη όμως, όταν περπατώ στο δρόμο μπορώ να καταλάβω από μακριά κάποιον που είναι από την Αλβανία. Υπάρχει μια ταυτοποίηση. Είτε ακούω , όμως, ένα αλβανικό τραγούδι του καθεστώτος, είτε ακούω τον Μπιθικώτση σε ένα στίχο του Ρίτσου, θα κλάψω το ίδιο. Θεωρώ ότι είμαι Έλληνας πατριώτης, ανατριχιάζω όταν ο Πετρούνιας κερδίζει το χρυσό, αλλά και όταν μια Κοσοβάρα τρέχει στους Ολυμπιακούς αγώνες για μετάλλιο… άλλο ο σεβασμός και η αγάπη, και άλλο ο εθνικισμός. Πρέπει να κρατάς σφιχτά τις ρίζες σου. Αλλά ο ελληνισμός είναι στάση ζωής, είναι μια ιδέα. Θεωρώ όμως ότι είμαι σαν το « δέντρο που μεγαλώνει στο Μπρούκλιν». Αυτό το δέντρο που μεγαλώνει στα ελληνοαλβανικά σύνορα τι είναι; Τι εθνικότητας είναι αυτή η βελανιδιά; Αυτό το No man’s land ελπίζω να μπορέσει να ξεπεράσει η νέα, η δεύτερη ή τρίτη γενιά: να μπορεί να κουβαλά τα καλά και των δυο χωρών. Υπάρχουν πολύ περισσότερα που μας ενώνουν από αυτά που μας χωρίζουν στην πραγματικότητα.

Κ.Σ. Το πέρασμα από την ηθοποιία στη σκηνοθεσία πώς προέκυψε;

Ε.Φ. Θεωρώ ότι ένας καλός σκηνοθέτης οφείλει να έχει άμεση σχέση με την υποκριτική. Να μπορεί να καταλαβαίνει τους ηθοποιούς, να ξέρει το μηχανισμό της διδασκαλίας της υποκριτικής. Για μένα το θέατρο είναι υποκριτική, είναι ο ηθοποιός. Αν δεν έχεις ανθρώπους με σώμα και ψυχή πάνω στη σκηνή, οποιοδήποτε όραμα και να έχεις δεν θα αφορά κανέναν. Επειδή ήμουν ανένταχτο πνεύμα, κουράστηκα λίγο κάποια στιγμή, και έτσι αποφάσισα να σκηνοθετήσω. Όταν έκανα την «Παρέλαση» δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Με πήγε. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν διακρίνει την τάση μου αυτή και από τη σχολή του Κρατικού, και με παρότρυναν και στη συνέχεια. Μου άρεσε τελικά αυτή η μεγάλη ευθύνη. Όσο απείθαρχος και όσο ευθυνόφοβος κι αν ήμουν παλιά, βρέθηκα μπροστά σε μια πρόκληση, να έχω μια ορχήστρα να διευθύνω. Ο σκηνοθέτης στο θέατρο είναι η κορυφή .. η ζωοφόρος που χρειάζεται κολώνες, μια ισχυρή βάση. Μου άρεσε πολύ ότι θα έπρεπε να στήσω και να διευθύνω αυτό το οικοδόμημα. Είναι όμως πολύ ψυχοφθόρο ταυτόχρονα. Έχει μεγάλη μοναξιά ο σκηνοθέτης σε σχέση με τον ηθοποιό. Στην πρεμιέρα, για παράδειγμα, αυτή η μοναξιά που νιώθω είναι μια απώλεια, όχι γιατί περιμένω να υποκλιθώ, αλλά γιατί βλέπω το έργο φεύγει από μένα. Ως σκηνοθέτης νιώθω το έργο και τους ηθοποιούς σαν παιδιά μου, οπότε είναι σαν τα παιδιά που μεγαλώνεις, μπαίνουν στο πανεπιστήμιο, φεύγουν από το σπίτι και σε ξεχνάνε. Η σκηνοθεσία δεν είναι όμως απλά ηγεσία, δεν είναι μια καρέκλα, και ας το αντιμετωπίζουν πολλοί έτσι. Είναι διδασκαλία περισσότερο. Είχα την τύχη να προλάβω κάποιους από τους σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Βουτσινάς, ή η Πατεράκη, να συνεργαστώ με ανθρώπους που κουβαλούσαν στοιχεία coaching, δασκάλου, σκηνοθέτη. Όλοι μας είμαστε έτσι κι αλλιώς ένα κράμα αυτών που έχουμε διδαχθεί, που έχουμε διαβάσει, που έχουμε νιώσει. Τελικά θα μπορούσα να πω ότι έγινα σκηνοθέτης από μεγάλη ανάγκη, γιατί αλλιώς δεν έβλεπα τη θέση μου σε αυτόν τον κόσμο.

Κ.Σ Τα έργα που σκηνοθετείς είναι κοινωνικού προσανατολισμού, εκπροσωπούν ένα είδος χειραφετημένου θεάτρου…

Ε.Φ.  Ως καλλιτέχνης που έρχομαι από μια άλλη χώρα, και που ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει νυχτοκάματο και μοχθοκάματο, με ενδιαφέρει ο κοινωνικός προβληματισμός. Πιστεύω ότι η Τέχνη οφείλει να αφυπνίζει συνειδήσεις. Οφείλει να αγγίζει. Με ενδιαφέρει η τέχνη που γεννά συναισθήματα. Ακόμα και ένα μπουλβαράκι, εξαρτάται από ποια πλευρά θα το πιάσεις. Θα μιλήσεις για τον έρωτα στην Αθήνα των μνημονίων; Σήμερα για παράδειγμα κοχλάζει το τοπίο και δεν έχει γραφτεί τίποτα. Σαφώς, λοιπόν, τα έργα μου είναι κυρίως νεοελληνικά. Με ενδιαφέρει η ελληνικότητα, να δούμε τι σημαίνει τόπος, η Ελλάδα του εμφυλίου, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, της χούντας. Η τέχνη και η ζωή όμως είναι σαν τη γάτα με το ποντίκι: μια πάει η τέχνη πιο μπροστά, μια η ζωή. Μετά την «Παρέλαση», πέρασα στην «Αγγέλα» και τις υπηρέτριες, σε μια εποχή που μπαίνει η Χρυσή Αυγή στη Βουλή, μετά από το καλοκαίρι των πρώτων μνημονίων. Τι θα ανέβαζα τότε; «Τις ανθισμένες μανόλιες»; Τη δραματουργία στην επιβάλλει ο καιρός που ζεις. Και ως καλλιτέχνης επιβάλλεται να δεις πέρα από αυτό που ζεις, να δεις το μετά. Όταν ανεβάσαμε το «Πλατόνοφ» στο Καρτέλ το 2014, μιλούσαμε για τις ζωές αυτών των ανθρώπων, με όλους τους ήρωες να είναι 30-40 χρονών και να νιώθουν νεκροί. Σήμερα λοιπόν στην Αθήνα βλέπεις πνιγηρές υπάρξεις, ανθρώπους που νιώθουν νεκροί. Τα έργα είτε σου προμηνύουν το μετά, είτε σου υποδεικνύουν το τώρα. Σαφώς και κουράζεσαι κάποια στιγμή και θέλεις να κάνεις κάτι πιο απλό, αλλά έχεις ένα χρέος. Δεν ξέρω όμως για παράδειγμα πόσα μιούζικαλ μπορούμε να αντέξουμε στην Αθήνα του 2017. Και αν πρέπει να τα αντέξουμε. Δεν μπορούμε να κάνουμε σαν να μην βλέπουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας.

Κ.Σ Υπάρχει ένα κοινό που θέλει να μη βλέπει…άρα λογικά θα κατευθυνθεί εκεί.

Ε.Φ. Σαφώς. Το θέατρο πρέπει να τα περιέχει όλα. Αλλά αυτοί είναι χαλεποί καιροί. Τι σκυτάλη θα παραδώσουμε στη νέα γενιά; Από τη μια πλευρά έχουμε τα πρότυπα που κληρονομήσαμε από τους παλιούς, τα οποία μας βαραίνουν, και από την άλλη έχουμε την απόλυτη εκμηδένιση. Εμένα με ενδιαφέρουν τα έργα που μιλάνε στον απλό θεατή. Αυτός ο άνθρωπος ανεβαίνει ένα Γολγοθά καθημερινά, φεύγει από το σπίτι του, έρχεται σε εμάς 2 ώρες, και θέλει να ακούσει μια ιστορία που είτε θα λειτουργήσει σαν ιώδιο στις πληγές του, είτε θα προκαλέσει μια μετατόπιση μέσα του. Για αυτόν το θεατή κάνουμε θέατρο. Αυτό βρίσκω συγκινητικό. Έρχονται οι συνταξιούχοι και βλέπουν θέατρο με κομμένες συντάξεις. Στη Μπερνάρντα Άλμπα, παίζαμε στο Βρυσάκι, εν μέσω capital controls. Το εισιτήριο ήταν 10 ευρώ, και οι άνθρωποι μπορούσαν να τραβήξουν μέχρι 60 ευρώ. Και ερχόταν κόσμος. Είναι πολύ συγκινητικό.

Κ.Σ Ένα δεύτερο στοιχείο που παρατηρώ στα έργα σου είναι ότι κατά κύριο λόγο επίκεντρο είναι η γυναίκα…

Ε.Φ. Τις θαυμάζω τις γυναίκες. Θαυμάζω πολύ τη μητέρα μου γιατί αγωνίστηκε. Έχω υπάρξει πολύ μέσα στη γυναικεία αγκαλιά, και στο γυναικείο σώμα, είτε αυτό ήταν στην  άνθιση του, είτε στη δύση του. Οπότε γνωρίζω πολύ καλά εκείνο το κούρνιασμα. Οι γυναίκες είναι πλάσματα πολύ αδικημένα.  Οι άντρες είμαστε πιο μονοκόμματοι, και ως ηθοποιοί. Σπάνια έβλεπες έναν ηθοποιό που να είχε αναπτυγμένη την θηλυκή πλευρά του. Ίσως ο Μάρλον Μπράντο ή ο Μοντγκόμερι Κλίφτ. Οι γυναίκες είναι πιο έξυπνες, πιο πρακτικές, πιο πανούργες. Επίσης, το ότι η γυναίκα φέρνει τη ζωή και τη μεγαλώνει, δηλώνει και την πιο γερή της κράση, τη μεγάλη αντοχή της. Η κοινωνία μπορεί να τις αντιμετωπίζει με τέτοιο τρόπο, όμως η φύση τις έφτιαξε να είναι ανώτερα όντα. Αυτό το δράμα που έχουν οι γυναίκες είναι αυτό που με συγκινεί περισσότερο. Κρύβουν έναν πόνο. Είναι πιο ενδιαφέρουσες, και πιο προικισμένα πλάσματα.

Κ.Σ. Το καλοκαίρι ανεβάζεις την «Ορκισμένη Παρθένα», στο Φεστιβάλ Αθηνών, ένα έργο που μιλά για ένα παγωμένο σώμα, για μια γυναίκα που απαρνιέται το φύλο της..

Ε.Φ. Και που επιλέγει το κοινωνικό φύλο. Πολλές φεμινιστικές οργανώσεις κατηγορούν τις γυναίκες αυτές στην Αλβανία, γιατί θεωρούν ότι συντηρούν την πατριαρχία. Αυτό που με συγκινεί όμως σε αυτές τις γυναίκες είναι ότι επιλέγουν ένα κοινωνικό φύλο για την επιβίωση τους. Το να απαρνηθείς το σώμα σου είναι μια τραγωδία από μόνο του. Αυτές οι γυναίκες επιλέγουν να ντύνονται αντρικά, να μην έχουν σεξουαλικές επαφές, και είναι σαν να καταδικάζονται. Ο πρώτος λόγος είναι ότι αυτές οι γυναίκες αποφεύγουν ένα γάμο. Σήμερα υπάρχουν μόνο 40 γυναίκες που είναι ορκισμένες παρθένες, αλλά η Αντόνια Γιανγκ, που είναι η πρώτη που έφερε το θέμα αυτό  στην επιφάνεια, όπως και άνθρωποι στην Αλβανία που συναντήσαμε στο ταξίδι που πήγαμε με τους ηθοποιούς, μας έλεγαν ότι πολλές γυναίκες κάνουν αυτήν την επιλογή για να αποφύγουν το τράφικινγκ, που είναι πολύ σοβαρό ζήτημα στην Βόρεια Αλβανία σήμερα. Επίσης, πολλές από αυτές τις γυναίκες ήθελαν να πάρουν το αίμα της οικογένειας πίσω. Για να πάρεις τη βεντέτα πίσω πρέπει να είσαι άντρας. Υπάρχει μια ιστορία, που μας διηγήθηκε άνθρωπος τώρα στο ταξίδι, που συνέβη γύρω στο 1940. Μια γυναίκα που είχε πέντε κόρες, είπε ότι πρέπει μια από αυτές να γίνει ορκισμένη παρθένα για να πάρει το αίμα της οικογένειας πίσω. Ήθελαν και οι πέντε, ακολούθησε συμπλοκή και οι δυο σκοτώθηκαν. Μιλάμε για έναν τόπο προ-βιομηχανικό, που το καθεστώς του Χότζα προσπάθησε να φτάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Οι γυναίκες αυτές βέβαια, από τα μικρά τους χρόνια ένιωθαν «άντρες» δηλαδή ένιωθαν πιο ελεύθερες. Αυτό σημαίνει ότι και το σοσιαλιστικό καθεστώς απέτυχε να δώσει ίσα δικαιώματα στη γυναίκα. Είναι αυτό που λέει το Κανούν στη Βόρεια Αλβανία, ότι η γυναίκα ισούται με ένα σακί πατάτες. Σκέψου ότι έραβαν ένα φυσίγγι στο νυφικό της γυναίκας, και μάλιστα στο πίσω μέρος, για να μπορεί να τη σκοτώσει ο άντρας της ακόμα και πισώπλατα, ανά πάσα στιγμή…

Κ.Σ Τι προβλέπει το Κανούν για τις γυναίκες;

Ε.Φ. Το Κανούν είναι το «Σύνταγμα», θα έλεγε κανείς. Τα άρθρα του για την γυναίκα είναι φοβερά. Για παράδειγμα, δεν φτάνει που ο άντρας μπορεί να σκοτώσει τη γυναίκα, αλλά η οικογένεια της θα έπρεπε να αναλάβει τα έξοδα της κηδείας, και να δώσει και αποζημίωση στον άντρα. Μιλάμε δηλαδή για έθιμα πολύ βαριά, που ακολουθούν μέχρι σήμερα. Υπάρχουν κάποια από αυτά που τα θίγουμε και στο έργο. Το ότι η γυναίκα στέκεται τρεις μέρες όρθια στο γάμο μέχρι να λυγίσει, είναι κάτι που δεν το κάνουν ούτε σε μουλάρι. Το Κανούν αναφέρει τις γυναικείες και αντρικές δουλειές: οι γυναικείες είναι γύρω στις οχτακόσιες, και οι αντρικές είναι πέντε! Αυτό με συνάρπασε στο έργο αυτό: κρύβει μια τραγωδία το να απαρνηθείς αυτό που είσαι. Και τι σημαίνει τελικά ελευθερία; Αυτές οι γυναίκες είναι πιο σκλάβες, γιατί σκλαβώνουν την ψυχή τους. Είναι σαν να γίνονται καλόγριες. Όταν ρωτήσαμε αυτή τη μπουρνέσα, που συναντήσαμε στο ταξίδι μας, αν το μετάνιωσε, μας είπε ότι πέρασε μια χαρά. Και έβλεπες ότι είχε μια απέχθεια για τις γυναίκες, δεν ήθελε και πολλές επαφές. Απαρνιούνται το φύλο τους. Μόνο έτσι μπορούν να επιβληθούν. Βάζουν το παντελόνι και παίρνουν το καμτσίκι.

Κ.Σ. Μίλησε μας για την παράσταση, την σκοπιά που αντιμετωπίζετε εσείς το θέμα αυτό.

Ε.Φ. Εμείς πήραμε το βιβλίο της Γιανγκ, στο οποίο βασίστηκε και η ομώνυμη ταινία, και δώσαμε μια τρίτη πτυχή στο θέμα. Το σημαντικό γεγονός είναι ότι η Χάνα (την οποία στο έργο παίζει η Παρθενόπη Μπουζούρη) ξεκινά με όνειρα στην Αλβανία του 1980 και λόγω προβλημάτων διακόπτει τις σπουδές της. Επιστρέφει στο χωριό της να φροντίσει τον πατέρα της, και εκείνος προσπαθεί να την προξενέψει γιατί θα πεθάνει. Εκείνη δε δέχεται, και όταν πεθαίνει ο πατέρας της, ούσα σε έναν σκληρό τόπο, αποφασίζει να γίνει ορκισμένη παρθένα. Μετά από 15 χρόνια πηγαίνει να επισκεφτεί την αδερφή της, και εκεί παίρνει μια απόφαση να ξαναγίνει γυναίκα. Αλλά δεν μπορεί πια. Για αυτό λέω ότι τα πλάσματα αυτά είναι καταδικασμένα. Ενώ στο βιβλίο κλείνει το μάτι προς τη γυναικεία υπόσταση, εμείς αυτό που θέλουμε να δείξουμε στην παράσταση μας είναι το κατά πόσον τα σώματα αυτά μπορούν να ξαναγυρίσουν στην προηγούμενη κατάσταση. Ουσιαστικά «βιάζονται». Η Χάνα στην ιστορία μας, θα υποστεί βιασμό, γνωρίζει τον «έρωτα» με τον πιο αδυσώπητο τρόπο, σε μια κοινωνία που ο έρωτας είναι έτσι κι αλλιώς ταμπού. Είναι μια κοινωνία που τα σώματα δεν αγγίζονται. Βλέπουμε την Οδύσσεια μιας γυναίκας που θάβει το δικό της σώμα ως άλλη Αντιγόνη, πάει από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς στη Δημοκρατία, αλλά βλέπει ότι και εκεί το σώμα πάλι δεν ανήκει πουθενά. Άρα κατά πόσο υπάρχει η πραγματική ισότητα; Το φύλο είναι πάντα ένα θέμα μείζονος σημασίας. Τι είναι το φύλο, πώς προσδιορίζεται…;

Κ.Σ. Στην ταινία υπάρχουν δυο πολύ ισχυρά δίπολα, το έμφυλο, αλλά και το εθνικό. Πώς τα διαχειρίζεσαι εσύ στην παράσταση σας;

Ε.Φ. Επιλέξαμε καταρχάς να μην υπάρχει αναφορά στην Αμερική ή στην Ιταλία, όπως στο έργο. Θα μπορούσε να είναι παντού. Στην παράσταση μας υπάρχουν διαφορετικοί άξονες. Από τη μια πατά στο αλβανικό σοσιαλιστικό μελόδραμα, σε έναν σοσιαλιστικό ποιητικό ρεαλισμό, είτε αυτό αφορά τα σκηνικά, είτε την υποκριτική προσέγγιση, και από την άλλη στο «Εδώ και τώρα». Έχουμε δηλαδή την παράδοση από τη μια πλευρά, και για αυτό και οι μουσικές της παράστασης είναι μουσικές από το Βορρά της Αλβανίας, που είναι ένας ήχος τελείως βουνίσιος, χωρίς να θυμίζει τα πολυφωνικά της Ηπείρου. Επίσης, είναι σημαντικό ότι στο Βορρά της Αλβανίας, δε θρηνούν οι γυναίκες αλλά μόνο οι άντρες. Όταν πεθαίνει μια γυναίκα έχει δικαίωμα να τη θρηνήσει μόνο το στενό της περιβάλλον, ενώ όταν πεθαίνει ο άντρας συμμετέχει όλη η κοινότητα. Υπάρχει αντρικός θρήνος που είναι συγκλονιστικός, είναι μια τελετουργία. Οπότε η παράσταση ενσωματώνει αυτά τα στοιχεία, χωρίς να γίνεται έθνικ, ή φολκλόρ. Υπάρχει λοιπόν το σοσιαλιστικό μελόδραμα, υπάρχει η παράδοση, και το πώς αυτή η γυναίκα βάζει τις γάζες στο στήθος της, και πώς προσπαθεί μετά να τις βγάλει. Είναι πολύ εμφανείς οι διαφορές. Η Μαρία Σκαφτούρα παίζει την αδερφή της Χάνα, που είναι μετανάστρια σε μια μεγαλούπολη της Δύσης, και η Άντζελα Μπρούσκου μας τοποθετεί στο χωρόχρονο, επειδή η παράσταση είναι ένα κατακερματισμένο ντεκουπάζ εικόνων, με συνεχή flashback. Υπάρχει ένας γιατρός που είναι εξόριστος, ερωτευμένος με τη Χάνα. Δεν είναι όμως μόνο η μπουρνέσα που είναι τσακισμένη μέσα στο έργο αυτό, είναι όλοι οι άνθρωποι που το καθεστώς τους τσάκισε, και δεν μπόρεσαν να σταθούν ποτέ στα πόδια τους.

Αυτό που θα δει ο θεατής θα είναι ένα μείγμα εικόνων, από τα βάθη των Βαλκανίων, αλλά και το εδώ και τώρα: τι σημαίνει κουστούμι, τι σημαίνει φόρεμα, τι σε κάνει γυναίκα, τι σε κάνει άνδρα. Αυτό που προσπαθούμε είναι να φτιάξουμε μια παράσταση στην οποία το κοινό θα βρει στοιχεία να ταυτιστεί. Δεν θέλουμε να κάνουμε μια παράσταση ντοκιμαντέρ. Εμείς διαλέγουμε να δείξουμε το υπαρξιακό δίλημμα της ηρωίδας, τι σημαίνει δημοκρατία, τι σημαίνει καθεστώς, τι σημαίνει σώμα: το τσακισμένο σώμα, η Τσεχωφική Μόσχα στην οποία δεν θα πάμε ποτέ. Δε θα είχε νόημα αν δεν ήταν οικουμενικό το έργο. Είναι σημαντικό να δούμε μέσα από τα χρώματα μιας χώρας που ήταν αποκλεισμένη για 45 χρόνια, μια γυναίκα αποκλεισμένη στα βουνά, που αποκλείει και το δικό της σώμα.

Κ.Σ Είναι ιδιαίτερα απαιτητικό για τους ηθοποιούς σου..

Ε.Φ. Ναι, και για αυτό το λόγο μπορώ να πω με σιγουριά ότι είναι μια παράσταση υψηλής θερμοκρασίας. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, γιατί η πραγματικότητα ξεπερνά την Τέχνη. Μας ενδιαφέρει η παράσταση να έχει παλμό, να έχει στοιχεία χιούμορ, όσο μπορεί να έχει φυσικά ένα τέτοιο θέμα, πολλή μουσική, και ταυτόχρονα αυτό που μας διακατέχει και εμάς σήμερα: μια ανείπωτη κραυγή.  Έτσι το φανταζόμαστε και προς αυτό δουλεύουμε. Ζητάω μια υπερέκθεση από τους ηθοποιούς και αυτό είναι δύσκολο. Αυτές οι παραστάσεις ζητούν από τον ηθοποιό να βγάλει τα σωθικά του.

Κ.Σ. Αυτό είναι κοινό στοιχείο στις παραστάσεις σου, γιατί το θέατρο που κάνεις είναι έντονα βιωματικό. Υπάρχει κάποιο κεντρικό σημείο της ζωής σου, που προσπαθείς να επικοινωνήσεις περισσότερο μέσα από αυτά τα έργα;

Ε.Φ. Είναι αυτό που συζητούσαμε και πριν. Πού ξεκινά και πού τελειώνει ο άνθρωπος και ο καλλιτέχνης; Αν δεν μπορείς να βάλεις την αλήθεια σου, την προσωπική σου αισθητική, την κουλτούρα σου, τότε δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Πρέπει να βρεις πού χωράς, να βρεις τον πυρήνα του έργου. Στις «Σκηνές από ένα γάμο» είχα πει στον Κατρανίδη ότι δεν έβλεπα τον εαυτό μου στο έργο. Όμως όταν μπήκα σε αυτό, ήταν αλλιώς. Δεν ήταν απλά ένα ζευγάρι που χωρίζει γιατί ο άντρας την απατά με μια μικρούλα. Μιλάμε για το αν δυο άνθρωποι μπορούν να ζήσουν μαζί, αν τελικά υπάρχει ο απόλυτος έρωτας, αν είμαστε μόνοι μας ή όχι. Γίνεται κάτι μαγικό, γιατί περνάνε τα βιώματα σου στο έργο. Και τώρα με τις μπουρνέσες, πολλές φορές στις πρόβες συζητάμε πολύ προσωπικά μας πράγματα, και έτσι βαθαίνουμε κι εμείς ακόμα περισσότερο. Πάντα στα έργα πραγματευόμαστε τα ίδια θέματα: τη βία, την αγάπη, την οικογένεια… έτσι φροντίζω πάντα να βρίσκω το «είναι» μου στα έργα. Υπήρξε και περίπτωση που λειτούργησε όλο αυτό αντιστικτικά. Έκανα τον Άμλετ, ένα έργο στο οποίο ο ήρωας έχει πολύ καλή σχέση με τον πατέρα του, κάτι που έφερε στην επιφάνεια τη δική μου σχέση με τον πατέρα μου. Ήρθε σε μια περίεργη συγκυρία χρονικά, αφού είχα κάνει το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, ένα έργο που μιλά για μια πολύ κακή μάνα. Εγώ έχω μια εξιδανικευμένη σχεδόν εικόνα για την μητέρα μου. Και έκανα δυο έργα, το ένα πίσω από το άλλο, που πραγματεύονται σχέσεις που στην πραγματική μου ζωή είναι εντελώς αντίθετες. Καταλαβαίνεις επομένως πόσο ανάγκη είχα να ισορροπήσω…να «αποκαθηλώσω» τη μητέρα, και να εξυψώσω τον πατέρα. Μερικές φορές λοιπόν ξεπηδά ένα θέμα ξαφνικά και σου λέει «εδώ και τώρα διαπραγματεύσου με το μέσα σου»… και αυτό κάνεις. Τα έργα είναι σώματα…σε οδηγούν, σε φέρνουν σε ένα σταυροδρόμι. Είναι ένας καθρέφτης όλο αυτό.

K.Σ Τι ελπίζεις για το μέλλον;

Ε.Φ. Πέρσι θα σου έλεγα ότι ελπίζω να τελειώσει η κρίση.. όμως βλέπω ότι η κρίση έχει ποτίσει το είναι μας. Είναι σαν να μας καπάκωσαν με κάποιο τρόπο. Ελπίζω λοιπόν να οδηγηθούμε σε μια αυτοκυριαρχία, σε μια ανεξαρτητοποίηση. Ελπίζω να συναντιέμαι με ωραίους ανθρώπους στην Τέχνη, να δημιουργώ. Να είμαστε όσο μας επιτρέπεται υγιείς σε μια κοινωνία που νοσεί, που την έχει κατακλύσει ο ιός…Ελπίζω να μη χαθεί η ηθική μας όμως.. γιατί μπορεί να στρίψεις σε μια γειτονιά της Αθήνας και να συναντήσεις τη μεγαλύτερη αγένεια, και μετά στο επόμενο στενό την μεγαλύτερη ευγένεια. Ελπίζω λοιπόν στο επόμενο στενό να συναντήσω την ευγένεια, στο μεθεπόμενο την αλληλεγγύη… απλά ελπίζω να βρεθώ στους κατάλληλους ατραπούς, που τελικά για μένα είναι οι άνθρωποι…

Κ.Σ Σε ευχαριστώ πολύ!

Ε.Φ. Κι εγώ!

Ταυτότητα Παράστασης

Ορκισμένη Παρθένα

• Μετάφραση: Ελεάνα Ζιάκου
• Σκηνοθεσία – Μουσική επιμέλεια: Ένκε Φεζολλάρι
• Διασκευή – Θεατρική απόδοση: Μαρία Σκαφτούρα σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη
• Δραματουργική επεξεργασία: Ναταλί Μηνιώτη
• Εικαστική επιμέλεια: Εύα Νάθενα
• Σχεδιασμός φωτισμών: Νίκος Συρίγος
• Σκηνικά – Κοστούμια: Δάφνη Κολυβά, Εβελίνα Δαρζέντα
• Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη
• Β’ Βοηθός Σκηνοθέτη: Αποστόλης Κόκκαλης
• Συντονισμός Παραγωγής: Mαρία Βασαριώτου
• Σχεδιασμός Παραγωγής: Κωνσταντίνος Σακκάς
• Οργάνωση – Σχεδιασμός Παραγωγής: Delta Pi
Παίζουν: Παρθενόπη Μπουζούρη, Άντζελα Μπρούσκου, Γεωργιάννα Νταλάρα, Γιώργος Παπαπαύλου, Μαρία Σκαφτούρα, Στάθης Σταμουλακάτος, Αντώνης Φραγκάκης

1 σκέψη στο “Ένκε Φεζολλάρι”

  1. 5

    Υπεροχη συνεντευξη. τον γνωρίζουμε ως καλλιτεχνη εδω και χρονια και ειναι τοσο τρυφερος και αληθινος οσο φαινεται στα λογια του. Πολυ ωραια και η φωτογραφιση σας, μπραβο.

    Απάντηση

Γράψτε απάντηση στο Αννα Δροσου Ακύρωση απάντησης

Θέατρο - mytheatro.gr