Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα, υπήρξε μια παράσταση με σαφές αισθητικό και ιδεολογικό στίγμα . Ένα έργο λιγότερο προβεβλημένο στο σύγχρονο δραματουργικό ρεπερτόριο βρήκε στη σκηνοθετική ματιά της Πρωτόπαππα όχι απλώς δικαίωση αλλά επανερμηνεία με ουσία, δύναμη και βαθύτατη σύνδεση με το σήμερα. Η Ανδρομάχη δεν παρουσιάστηκε ως ιστορικό κατάλοιπο· έγινε ένα έργο-καταγγελία, μια σκηνική χειρονομία που βάζει στο μικροσκόπιο τη βία της εξουσίας, την κακοποίηση των σωμάτων, την εργαλειοποίηση του φύλου και την ηθική εξάντληση της εποχής μας.
- Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 11/9/2026

Η Ανδρομάχη του Ευριπίδη είναι μια τραγωδία που ανατέμνει τις ολέθριες συνέπειες του πολέμου, υφαίνοντας θέματα έρωτα, ζήλιας και της μοίρας των γυναικών μέσα σε μια πατριαρχική κοινωνία. Στο επίκεντρο του δράματος βρίσκεται η αιχμάλωτη Ανδρομάχη, χήρα του Έκτορα, η οποία βρίσκει καταφύγιο σε ναό, προσπαθώντας να σωθεί από τη ζήλια της Ερμιόνης, συζύγου του νέου της αφέντη, Νεοπτόλεμου. Η σύγκρουση που ακολουθεί –με τη βίαιη εμπλοκή του Μενελάου και την τελική δολοφονία του Νεοπτόλεμου– αναδεικνύει τη βαναυσότητα και την ηθική αποσύνθεση που άφησε πίσω του ο Τρωικός Πόλεμος. Ωστόσο, μέσα από την ιερότητα των ναών, που λειτουργούν ως σύμβολα ηθικής, και τη θεϊκή παρέμβαση της Θέτιδας, διαφαίνεται μια αχτίδα ελπίδας για την Ανδρομάχη και τον γιο της.
Η Μαρία Πρωτόπαππα, αναλαμβάνοντας η ίδια τον ρόλο της αφηγήτριας στην παράσταση, επιλέγει να κινηθεί στα όρια. Δεν σκηνοθετεί απλώς το δράμα, αλλά το αποδομεί και το ανασυνθέτει, με όρους απόλυτα συνειδητούς και στοχαστικούς. Η απόφαση να ανατεθούν οι γυναικείοι ρόλοι σε άνδρες ηθοποιούς λειτουργεί ως θεμελιακή ερμηνευτική πρόταση: το φύλο γίνεται ρόλος, θέση, κοινωνική επιταγή, και όχι φυσικό δεδομένο. Η Ανδρομάχη δεν είναι απλώς η Τρωαδίτισσα αιχμάλωτη, αλλά η προσωποποίηση της επιβίωσης με όρους πόνου και αξιοπρέπειας· η Ερμιόνη δεν είναι απλώς η σύζυγος που φλέγεται από φθόνο, αλλά μια ύπαρξη πνιγμένη στις προσδοκίες μιας εξουσίας που δεν συγχωρεί την αδυναμία. Η σκηνοθέτις, απομακρυνόμενη από ρητορικές της ευαισθησίας, προτείνει μια τραγωδία σωματική, έντονα πολιτική και ριζικά παρούσα.

Η επικαιρότητα του ευριπίδειου λόγου είναι ίσως η πιο εντυπωσιακή αποκάλυψη της παράστασης. Η τραγική ποίηση του Ευριπίδη, με τα έντονα ηθικά διλήμματα και την ανελέητη αντιπαράθεση των προσώπων, ακούγεται σαν να γράφτηκε χθες. Μιλά για την προσφυγιά, για τον γυναικείο πόνο, για την κρατική αυθαιρεσία, για τη σκληρότητα των νικητών, για τη μνήμη που επιμένει και τον άνθρωπο που αντιστέκεται όχι κραυγάζοντας αλλά υπάρχοντας. Ο τρόπος που η Πρωτόπαππα χειρίστηκε τον λόγο – χωρίς περιττούς τονισμούς, με ρυθμό και καθαρότητα – ενίσχυσε τη δύναμη του κειμένου και το έφερε στο ύψος της εποχής.
Ξεχωριστή σημασία έχει η σκηνοθετική απόφαση να ενταχθούν στη ροή της παράστασης αποσπάσματα από το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο, δίπλα στο μεταφρασμένο στα νέα ελληνικά. Η επιλογή αυτή δεν λειτούργησε ως αναχρονιστική υπόμνηση αλλά ως αισθητική και νοηματική εμβάθυνση. Η αρχαία γλώσσα ακούστηκε όχι σαν κειμήλιο αλλά σαν πνοή· όχι σαν μουσείο, αλλά σαν φωνή. Η συνύπαρξη των δύο εκδοχών – η μετάφραση του Τσοκόπουλου και η αρχαιοπρεπής εκφορά ορισμένων εμβληματικών στίχων – επέτρεψε στο κοινό να αισθανθεί το βάθος, τη δομή και τη μετρική του πρωτοτύπου, χωρίς να χαθεί η πρόσβαση στο νόημα. Είναι μια σπάνια ισορροπία, που εδώ επιτυγχάνεται με ακρίβεια και συγκινητική διαύγεια.

Η σκηνογραφία και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη διατηρούν μια αυστηρή λιτότητα, που όμως δεν στερεί τίποτε από την ποιητικότητα της εικόνας. Η γη της σκηνής γίνεται τόπος εξορίας και προσευχής, πεδίο μάχης και εσωτερικής αναμέτρησης. Ο φωτισμός λειτουργεί οργανικά με τη ροή του δράματος· δεν υπερτονίζει αλλά σηματοδοτεί τις μεταπτώσεις: τις στιγμές απόγνωσης, τις εντάσεις, τα ψήγματα ελπίδας ή απειλής. Ο χώρος μένει ανοιχτός, τα σώματα εκτεθειμένα· το φως χτυπά όχι μόνο τους ηθοποιούς αλλά και τις λέξεις· η γυμνότητα του τοπίου καθρεφτίζει τη γυμνότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Η μουσική του Λόλεκ λειτουργεί υποδόρια, χωρίς ποτέ να γίνεται συναισθηματικός οδηγός. Είναι περισσότερο μια υποψία, ένας κραδασμός, μια έλξη προς τα ενδότερα του δράματος.
Ο χορό ( Δημήτρης Γεωργιάδης, Νώντας Δαμόπουλος, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος, Κωνσταντίνος Πασσάς, Γιώργος Φασουλάς), υπό την κίνηση του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου, αποτελεί μια από τις πιο στέρεες και ποιητικές πλευρές της παράστασης. Οι χορευτές, όλοι άνδρες, κινούνται με έναν ρυθμό σχεδόν αρχέγονο, ενσωματώνοντας στοιχεία του πυρρίχιου με τεχνική και αισθητική αρτιότητα. Η κίνηση δεν εξηγεί· σχολιάζει, στηρίζει, επεμβαίνει. Είναι μια σωματική γλώσσα που μιλά όταν ο λόγος δεν επαρκεί. Η εναλλαγή εκρηκτικών εντάσεων και σιωπηρών στάσεων αποδίδεται με ακρίβεια και βαθιά δραματουργική συνέπεια. Η εναλλαγή στάσης και έκρηξης, η δυναμική του συγχρονισμού, η αξιοποίηση του χώρου και της σιωπής, καθιστούν τον χορό ένα από τα πλέον εύστοχα εργαλεία της παράστασης. Ο χορός εδώ δεν είναι θεσμικός παρατηρητής αλλά συμμετέχων – ηθική και αισθητική συνείδηση της τραγωδίας.

Στο κέντρο, ωστόσο, βρίσκονται τρεις ερμηνείες που έδωσαν στην παράσταση το βάρος της. Ο Αργύρης Ξάφης στην Ανδρομάχη δεν ενσαρκώνει απλώς έναν ρόλο· δημιουργεί επί σκηνής μια ύπαρξη σχεδόν μυστικιστική, τόσο σωματική όσο και φωνητική. Δεν μεταφέρει τον γυναικείο πόνο με μίμηση αλλά με ενσάρκωση· η φωνή του βγαίνει από τα σωθικά, με ραγίσματα και αιχμές, η κίνηση του σώματός του φέρει το ίχνος της αιχμαλωσίας, της εξάντλησης, της αξιοπρέπειας που δεν λυγίζει. Η ερμηνεία του είναι σιωπηλή όπου πρέπει, εκρηκτική όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Ο Ξάφης δεν παίζει την Ανδρομάχη· την κατοικεί – στη φωνή του αντηχούν οι απώλειες και τα αιτήματα δικαιοσύνης, στο σώμα του αποτυπώνονται οι μνήμες και τα σημάδια της εξορίας. Ο λόγος του δεν απαγγέλλεται· προφέρεται με πυκνότητα και ρωγμές, γεμάτος από τις σιωπές που προηγούνται του θρήνου.

Ο Τάσος Λέκκας, ως Ερμιόνη, συγκροτεί έναν ρόλο απόλυτα ανθρώπινο και σύνθετο. Δεν είναι μόνο η ζηλόφθονη νεαρή σύζυγος· είναι μια ύπαρξη θλιβερά εγκλωβισμένη σε έναν ρόλο που δεν διάλεξε. Η ερμηνεία του Λέκκα διαθέτει κάτι το εύθραυστο και βαθιά πειθαρχημένο· η φωνή του πάλλεται ανάμεσα στην υστερία και στη λογική, το βλέμμα του φανερώνει περισσότερο πανικό παρά μίσος. Δημιουργεί ένα πρόσωπο αληθινά τραγικό· όχι επειδή υποφέρει, αλλά επειδή δεν καταλαβαίνει πού βρίσκεται. Ένας ρόλος που, στα χέρια άλλων, θα μπορούσε να εκτραπεί σε γραφικότητα, εδώ κρατιέται σε έναν άξονα ανθρωπίνου μέτρου.
Ο Γιάννης Νταλιάνης ως Μενέλαος, αποδίδει έναν ρόλο-αίνιγμα: έναν ήρωα της Ιλιάδας που εδώ γίνεται εργαλείο μικρότητας και εκδίκησης. Ο τρόπος που ερμηνεύει ο Νταλιάνης δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την πρόθεση της σκηνοθέτιδος: αυτός ο Μενέλαος δεν είναι βασιλιάς· είναι το προσωπείο του κρατικού μηχανισμού, του θριάμβου χωρίς ήθος, της εκδίκησης που φέρει τη μάσκα της τιμής. Η υποκριτική του είναι πειθαρχημένη, σαρδόνια, με μια σχεδόν θεατρική ειρωνεία στην άρθρωση, που καθιστά την παρουσία του απειλητική και προκλητική, χωρίς να γίνεται καρικατούρα. Η σκηνική του συνάντηση με την Ανδρομάχη του Ξάφη είναι από τις πιο έντονες στιγμές της παράστασης – μια σύγκρουση δυο κόσμων, δυο πολιτισμών, δυο ηθικών.

Ο Δημήτρης Πιατάς ως Πηλέας δίνει μια ερμηνεία πιο υποφωτισμένη αλλά συγκινητική· δεν αναζητά τη μεγαλοσύνη του προσώπου αλλά την ανθρώπινη φθορά. Η Στέλλα Γκίκα ως Θέτιδα, θεϊκή παρουσία και δραματουργική κατακλείδα, αποδίδεται με λεπτότητα και σταθερότητα· δεν επιβάλλεται, αλλά πλαισιώνει και κλείνει την τραγωδία όχι με λύτρωση, αλλά με μια νύξη συμφιλίωσης.
Η Ανδρομάχη της Πρωτόπαππα είναι μια παράσταση που επιλέγει τον δύσκολο δρόμο: δεν επενδύει στο εύκολο συναίσθημα, δεν φοβάται την αμφισημία, δεν καταφεύγει σε τεχνάσματα. Παίζει με τα όρια – της ταυτότητας, της γλώσσας, της παράδοσης – και τολμά να αρθρώσει έναν λόγο που συνδέει τον μύθο με το τώρα. Δεν προσπαθεί να «επικαιροποιήσει» το αρχαίο δράμα· αντίθετα, αποδεικνύει πως το αρχαίο δράμα είναι ήδη τρομακτικά επίκαιρο. Ο Ευριπίδης, με τον λόγο του γεμάτο σαρκασμό, αγωνία και τραγική ειρωνεία, μιλά για εμάς σήμερα – για τα σώματα που εγκλωβίζονται, τις εξουσίες που εκδικούνται, τους θεσμούς που νομιμοποιούν τη βία και τους ανθρώπους που αντιστέκονται μόνο και μόνο επειδή ζουν. Μια παράσταση που δεν χαρίζεται, δεν καλλωπίζει, δεν εξηγεί – αλλά μετατρέπει την αρχαία τραγωδία σε καθρέφτη του παρόντος. Και αυτό είναι το πιο σπουδαίο που μπορεί να πετύχει το θέατρο σήμερα.
Μετάφραση: Γ. Β. Τσοκόπουλος
Σκηνοθεσία – Απόδοση – Δραματουργική επεξεργασία: Μαρία Πρωτόπαππα
Συνεργασία στη δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Καλλιτεχνική συνεργασία: Ελένη Σπετσιώτη
Σκηνικά – Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Κοστούμια: Βάνα Γιαννούλα
Μουσική: Λόλεκ
Κίνηση: Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου
Φωνητική δραματουργία – Διδασκαλία: Άννα Παγκάλου
Βοηθός σκηνοθέτριας: Εύη Νάκου
Βοηθός σκηνογράφου: Νατάσα Τσιντικίδη
Σχεδιασμός ήχου: Νικόλας Καζάζης
Παίζουν (με σειρά εμφάνισης):
Γυναίκα: Μαρία Πρωτόπαππα
Ανδρομάχη: Αργύρης Ξάφης
Θεράπαινα: Δημήτρης Γεωργιάδης
Ερμιόνη: Τάσος Λέκκας
Μενέλαος: Γιάννης Νταλιάνης
Πηλέας: Δημήτρης Πιατάς
Τροφός: Κωνσταντίνος Πασσάς
Ορέστης: Δημήτρης Μαμιός
Αγγελιοφόρος: Γιάννης Μάνθος
Θέτιδα: Στέλλα Γκίκα
Χορός: Δημήτρης Γεωργιάδης, Νώντας Δαμόπουλος, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος, Κωνσταντίνος Πασσάς, Γιώργος Φασουλάς
Κατασκευή μακέτας: Όλγα Κουτρουμάνου
Κατασκευή σκηνικού: Φρέντυ Γκίζας,
Γιάννης Νίτσιος – ART Wood Creations
Κατασκευή κοστουμιών: Atelier Tsiouni – Sandi Couture – Alexandra Kapsala
Βαφές – Πατίνες: Βίκυ Ρουμπέκα
Επικοινωνία & Γραφείο Τύπου: Μαρία Τσολάκη
Διαφήμιση – Social media: Renegade Media, Βασίλης Ζαρκαδούλας
Συντονισμός έντυπου υλικού προώθησης: Λευτέρης Κώτσης
Φωτογραφίες promo – Video: Μαρίζα Καψαμπέλη
Camera: Αλέξανδρος Γεωργίου
Μακιγιάζ φωτογράφησης: Ειρήνη Γάτου
Φωτογραφίες αφίσας – έντυπου προγράμματος- παράστασης: Ρούλα Ρέβη
Μακιγιάζ: Σίσσυ Πετροπούλου
Video trailer: Γρηγόρης Πανόπουλος
Promo design – σχεδιασμός έντυπου υλικού: Γιάννης Σταματόπουλος
Επιμέλεια έντυπου προγράμματος: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου
Φιλολογική επιμέλεια προγράμματος: Νατάσα Καραδήμα
Διεύθυνση – Εκτέλεση παραγωγής: Kart Productions
Υπεύθυνες γραφείου παραγωγής: Πόπη Κοτζαήλια, Βάσω Νότου
Παραγωγή: ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗ Ε.Ε.