Για πρώτη φορά στην Ελλάδα παρουσιάζεται επί σκηνής «Το καταραμένο παιδί», ένα από τα πιο ποιητικά έργα του Honoré de Balzac, σε διασκευή και σκηνοθεσία των Λάζαρου Βαρτάνη και Στέφανου Παπατρέχα στο θέατρο Arroyo.
- Κριτική Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 7/11/2025

Το Καταραμένο Παιδί είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά διηγήματα του Μπαλζάκ, μέρος της συλλογής Ανθρώπινη Κωμωδία, όπου η ρομαντική ευαισθησία συναντά τον κοινωνικό ρεαλισμό. Ο συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα της διαφορετικότητας και της προκατάληψης μέσα από την τραγική μοίρα ενός παιδιού που θεωρείται «καταραμένο» από τη γέννησή του. Με βαθιά ψυχολογική διείσδυση, ο Μπαλζάκ αποκαλύπτει πώς η δεισιδαιμονία και η κοινωνική μισαλλοδοξία καταστρέφουν την αθωότητα και την αγάπη. Η γλώσσα του είναι πλούσια και δραματική, με συμβολισμούς που υπερβαίνουν την απλή αφήγηση. Παρότι σύντομο, το έργο συμπυκνώνει τα μεγάλα θέματα της Ανθρώπινης Κωμωδίας: την κοινωνική αδικία, τη σύγκρουση ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, και την τραγικότητα της ανθρώπινης φύσης. Πρόκειται για μια σπαρακτική ιστορία, που συγκινεί και προβληματίζει με τη διαχρονικότητά της.
Ο σημερινός θεατής της παράστασης, αν επιλέξει να δει πέρα από το ιστορικό πλαίσιο και να αναγνωρίσει τις διαχρονικές ομοιότητες με τον δικό μας, υλιστικό και φευγαλέο κόσμο, θα ανταμειφθεί με έναν θησαυρό κρυμμένων ιδεών και συγκινήσεων. Ο Μπαλζάκ, ρεαλιστής μέχρι το μεδούλι, αλλά και βαθύτατα ανθρώπινος, δεν αναλύει απλώς τα ήθη της εποχής του – τα ερμηνεύει, τα καθρεφτίζει, τα ενσωματώνει. Το Καταραμένο παιδί ως μέρος της Ανθρώπινης Κωμωδίας δεν είναι απλώς ένα έργο· είναι ένας κόσμος. Μέσα της συναντάμε όλους: τους μικρούς και τους μεγάλους, τους καλοπροαίρετους και τους ύπουλους, τους ερωτευμένους, τους πικραμένους, τους νικητές και τους χαμένους. Κι ίσως γι’ αυτό μας συγκλονίζει – γιατί αναγνωρίζουμε κομμάτια του εαυτού μας μέσα στο βλέμμα τους.
Ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο Στέφανος Παπατρέχας προσεγγίζουν το Καταραμένο Παιδί του Ονορέ ντε Μπαλζάκ ως μια παράσταση καθαρμού και ενσυναίσθησης. Αντί για μια πιστή δραματοποίηση του διηγήματος, οι σκηνοθέτες δημιουργούν μια ποιητική δραματουργία, όπου ο λόγος συνυπάρχει με τη μουσικότητα της παύσης και του φωτός.

Η σκηνική γλώσσα της παράστασης στηρίζεται στην αντίθεση μεταξύ λόγου και σιωπής, φωτός και σκιάς, ρυθμού και ακινησίας. Σε επίπεδο νοήματος, ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο Στέφανος Παπατρέχας μεταφέρουν το έργο από το 19ο αιώνα στο σήμερα, υπογραμμίζοντας την επικαιρότητα της προκατάληψης και την κοινωνική ανάγκη για αποδοχή της διαφορετικότητας. Το παιδί του Μπαλζάκ γίνεται μια μεταφορά για κάθε άνθρωπο που ζει στο περιθώριο. Μέσα από αυτή τη μεταγραφή, η παράσταση συνομιλεί με τη θεωρία του Roland Barthes για το «άνοιγμα του νοήματος» — ένα θέατρο που δεν εξηγεί, αλλά προκαλεί ερμηνείες. Η σκηνοθεσία τους στο Καταραμένο Παιδί αναδεικνύει με ευαισθησία και τόλμη τη σκοτεινή ποίηση του Μπαλζάκ. Ο Λάζαρος Βαρτάνης και ο Στέφανος Παπατρέχας μετατρέπουν το κλασικό διήγημα σε μια σύγχρονη, σχεδόν ποιητική εμπειρία, όπου ο λόγος συνδιαλέγεται με τη σιωπή, και το φως με τη σκιά. Η λιτή σκηνογραφία και η υποβλητική μουσική εντείνουν το αίσθημα απομόνωσης και φόβου, ενώ οι ερμηνείες, με έμφαση στην εσωτερική ένταση και την ευθραυστότητα των χαρακτήρων, αποφεύγουν τη μελοδραματικότητα. Οι δυο καλλιτέχνες φωτίζουν τον πυρήνα του έργου — τη δεισιδαιμονία, τη διαφορετικότητα και την κοινωνική προκατάληψη — με σύγχρονη ματιά, καθιστώντας το Καταραμένο Παιδί όχι απλώς μια τραγική ιστορία, αλλά έναν καθρέφτη της σημερινής κοινωνίας.
Η σκηνογραφία είναι αυστηρά μινιμαλιστική· ένα σχεδόν άδειο σκηνικό ,με δυο πλατφόρμες, λειτουργεί ως καμβάς για τις εσωτερικές συγκρούσεις των προσώπων. Τα φωτιστικά μοτίβα, σε ψυχρούς και θερμούς τόνους, οριοθετούν τη μετάβαση από το τραύμα στην ελπίδα. Η μουσική υπόκρουση, υπαινικτική και διακριτική όπου χρειάζεται, αλλά με έξοχα τραγούδια ερωτικής – ποιητικής σύνδεσης, όπου το ουσιώδες αναδύεται μέσα από την απλότητα.

Ο Λάζαρος Βαρτάνης, στον ρόλο του Κόμη, παραδίδει μια ερμηνεία γεμάτη γοητεία και υπόγεια φλόγα. Με λεπτές αποχρώσεις στον λόγο και κίνηση ακριβή, αποκαλύπτει την ηδονική μοχθηρότητα του χαρακτήρα, έναν αμοραλισμό που δεν κραυγάζει αλλά στάζει σαν δηλητήριο αργά και σταθερά. Ο ναρκισσισμός του ήρωα δεν παρουσιάζεται ως επιφάνεια, αλλά ως εσωτερική λατρεία προς τον εαυτό, έναν καθρέφτη στον οποίο βλέπει μόνο δόξα και μεγαλοπρέπεια. Η δίψα του για τίτλους, τιμές και κοινωνική αναγνώριση αποδίδεται με τέτοια ακρίβεια ώστε ο Κόμης να μοιάζει περισσότερο τραγικός μάλλον παρά απλώς σκοτεινός: ένας άνθρωπος έτοιμος να θυσιάσει τα πάντα, ακόμη και την ψυχή του, στον βωμό της υστεροφημίας του.
Ο Στέφανος Παπατρέχας, που ενσαρκώνει τον Ετιέν, το καταραμένο παιδί, αποδίδει με αφοπλιστική ποιητικότητα την αγνότητα και την εύθραυστη απομόνωση του ήρωά του από οτιδήποτε καθημερινό και γήινο. Η παρουσία του μοιάζει σχεδόν άυλη, ένα σώμα ελαφρύ, σαν να πατάει σε άλλο κόσμο από αυτόν των υπολοίπων – σύμβολο της «διαφορετικότητας» που η κοινωνία επιμένει να απορρίπτει και να στιγματίζει.

Η ερμηνεία της Ιωάννας Παπακωνσταντίνου ως μητέρας του καταραμένου παιδιού, είναι βαθιά εσωτερική – με φωνητική οικονομία και σωματική ένταση μετατρέπει το ρόλο σε σύμβολο της μητρικής αγάπης και ενοχής.
Η Βασιλική Γεωργικοπούλου είναι η αθόρυβη αλλά καίρια δύναμη της παράστασης. Με τρυφερότητα που δεν εκβιάζει και ανθρώπινη ακεραιότητα που δεν δηλώνεται αλλά βιώνεται, χτίζει έναν χαρακτήρα καθημερινό και γήινο, τον μόνο ίσως που επιμένει να κοιτάζει τον άνθρωπο πέρα από το στίγμα. Η παρουσία της λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι του έργου: μια υπενθύμιση ότι η καλοσύνη, όσο ταπεινή κι αν εμφανίζεται, μπορεί να είναι πράξη αντίστασης.
Ο Θωμάς Θάνος, ως γιατρός, προσεγγίζει τον ρόλο με απλότητα και φυσικότητα, χωρίς υπερβολική δραματοποίηση. Η ερμηνεία του προσδίδει μια διακριτική αλλά ουσιαστική ευαισθησία, συμβάλλοντας στη συνοχή του καλοκουρδισμένου θιασου, που λειτουργεί σαν σύνολο και όχι ως άθροισμα μεμονωμένων πρωταγωνισμών.
Συνολικά, το Καταραμένο Παιδί αποτελεί μια συγκινητική και στοχαστική σκηνική εμπειρία. Η παράσταση, βαθιά αισθαντική, όπου η αισθητική συνάντησε τη συγκίνηση, συνδυάζει την ποιητικότητα του κλασικού με την τόλμη του σύγχρονου θεάτρου, μετατρέποντας τη σιωπή, το βλέμμα και την αναπνοή των ηθοποιών σε γλώσσα. Να τη δείτε.