fbpx

Είδαμε τη Δούκισσα της Πλακεντίας – Κριτική της Παράστασης

Η «Δούκισσα της Πλακεντίας» που παρουσιάζεται στο Θέατρο Βεάκη, σε κείμενο και σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη με τη Μαρία Κίτσου σε έναν απαιτητικό μονόλογο, είναι από εκείνες τις παραστάσεις που δεν αρκούνται στο να «αφηγηθούν» μια ιστορία. Δοκιμάζουν –και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνουν– να στήσουν επί σκηνής ένα ζωντανό φάντασμα: την ίδια τη Σοφία ντε Μαρμπουά, τη θρυλική Δούκισσα της Πλακεντίας, ως σύμπλεγμα μνήμης, τραύματος και εθνικού μύθου.

  • Κριτική Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία Δημοσίευσης 4/12/2025

Kitsou doukissa 1

Ο Νανούρης, δημιουργός που έχει πλέον διαμορφώσει μια ευδιάκριτη «ταυτότητα» στον χώρο των θεατρικών μονολόγων, προσεγγίζει μια μυθιστορηματική βιογραφία και την μετατρέπει σε σκηνική εξομολόγηση. Η ηρωίδα του –η Γαλλίδα αριστοκράτισσα, ευκατάστατη και ανεξάρτητη, που εγκαθίσταται στη μετεπαναστατική Ελλάδα και συνδέεται με το πολιτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον της εποχής– δεν παρουσιάζεται μέσα από μια γραμμική ιστορική αφήγηση. Αντιθέτως, ο σκηνοθέτης εστιάζει στο σύμπλεγμα των εμμονών που τη διατρέχουν: τη σχέση της με την εξουσία και τον τόπο, τη συνομιλία της με την Ιστορία, και προπάντων τον ανείπωτο πόνο για την απώλεια της κόρης της. Το κείμενο πλέκεται ανάμεσα στην τεκμηριωμένη ιστορική πληροφορία και σε μια σχεδόν εκστατική, αποσπασματική ροή λόγου, σαν η Δούκισσα να ανακαλεί και να αναπλάθει τη ζωή της την ίδια ακριβώς στιγμή.

Η σκηνοθεσία οργανώνει τον μονόλογο ως πορεία προς τα ενδότερα του ψυχισμού της. Ο Νανούρης συγκροτεί ένα λιτό και  αισθητικοποιημένο σκηνικό σύμπαν: ελάχιστα αντικείμενα, φωτισμοί που χαράζουν τις εκφάνσεις του προσώπου της ηθοποιού, και μουσικές παρεμβολές που λειτουργούν ως ήχοι μνήμης, ποτέ ως συναισθηματική χειραγώγηση. Η Δούκισσα εμφανίζεται εγκλωβισμένη σε μια μεταιχμιακή διάσταση – μήτε πλήρως ζωντανή μήτε απόλυτα φάντασμα. Η χρήση του φωτός – με τη μαεστρία που χαρακτηρίζει τον Γιώργο Νανούρη ως προς τη χρήση του φωτός – υπογραμμίζει εύστοχα αυτή τη διττότητα: οι χαρακτηριστικές σκιές την πολλαπλασιάζουν, σαν να παρακολουθούμε ταυτόχρονα τη γυναίκα και το θρύλο που άφησε πίσω της.

Στο κέντρο της παράστασης βρίσκεται, φυσικά, η Μαρία Κίτσου. Ο μονόλογος είναι χτισμένος πάνω στο σώμα και τη φωνή της – και αυτό είναι το μεγάλο κέρδος της παράστασης. Η Κίτσου κινείται με άνεση ανάμεσα στη σκληρότητα και την ευθραυστότητα: μια στιγμή η Δούκισσα εμφανίζεται ως ψυχρή, σχεδόν απόκοσμη αριστοκράτισσα, την επόμενη ξεγυμνώνεται σε μια μητέρα που αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί τον θάνατο του παιδιού της.  Οι μεταπτώσεις της Κίτσου είναι απολύτως ελεγχόμενες, με τις αναγκαίες δόσεις χιούμορ που βοηθούν στην προσωρινή ανακούφιση του θρήνου –  η ηθοποιός χτίζει έναν λόγο που ξεκινά σαν ιστορική αφήγηση και καταλήγει σε λυγμό, χωρίς να χάνει τη δραματουργική του συνοχή.

Η σκηνοθετική προσέγγιση αποφεύγει οποιαδήποτε προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης της εποχής· αντιθέτως, αφήνει την ιστορικότητα να διαποτίζει υπαινικτικά την παράσταση, λειτουργώντας ως φίλτρο αντί για πιστή αναβίωση. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Νανούρη χειρίζεται τον χρόνο. Σε πολλά σημεία, η Δούκισσα δεν μιλά «για τα παλιά»· φαίνεται να τα ζει ξανά, σαν να έχει κολλήσει σε έναν επαναλαμβανόμενο βρόχο μνήμης. Η φωνή της Κίτσου επιταχύνεται, κόβεται, σχεδόν ψιθυρίζει, ενώ το σώμα κινείται ελάχιστα, σαν να διστάζει να αποσπαστεί από έναν αόρατο τάφο. Η σκηνή όπου η ηρωίδα περιγράφει τον «παράδοξο τρόπο» με τον οποίο επέλεξε να κρατήσει την κόρη της κοντά της, αγγίζει τα όρια του γοτθικού ρομαντισμού, χωρίς όμως να βυθίζεται στην αισθηματολογία.

Σε επίπεδο δραματουργίας, η παράσταση ισορροπεί ανάμεσα σε έναν σχεδόν ακαδημαϊκό σεβασμό προς την ιστορική φιγούρα και σε μια λοξή, φαντασιακή ανάγνωση. Η Σοφία ντε Μαρμπουά δεν παρουσιάζεται μόνο ως εθνική ευεργέτιδα – η γυναίκα που στήριξε οικονομικά το νεοσύστατο ελληνικό κράτος και της οποίας το όνομα φέρει λεωφόρος και σταθμός του μετρό – αλλά και ως μια φιγούρα βαθιά αμφίθυμη: ξένη και οικεία, μεγαλόψυχη και εμμονική, φωτεινή και καταστροφική.  Η παράσταση, έτσι, συνομιλεί όχι μόνο με την ιστοριογραφία αλλά και με την ίδια την μνήμη της πόλης, που έχει ενσωματώσει τη «Δούκισσα της Πλακεντίας» ως τοπωνύμιο πριν ακόμη μάθει την ιστορία της.

Από θεωρητική σκοπιά, το εγχείρημα του Νανούρη μπορεί να ιδωθεί ως απόπειρα «απο-μουσειοποίησης» μιας ιστορικής μορφής. Αντί για μια ευθύγραμμη βιογραφία, προτείνει ένα είδος τρυφερού σκηνικού δοκιμίου πάνω στη σχέση ανάμεσα στο φύλο, την εξουσία και το πένθος στον 19ο αιώνα. Υπήρξαν στιγμές που νιώσαμε ότι θα θέλαμε λίγες ακόμα σκηνές που να υποστηρίζουν το αφήγημα της sui generis Δούκισσας, καθώς η δραματουργία, σε κάποια σημεία, γλιστράει σε έναν λυρικό μονόλογο που υπονοεί περισσότερα από όσα τελικά αναπτύσσει, ωστόσο οι αναφορές σε πολιτικές συμμαχίες, στους πνευματικούς κύκλους της εποχής και στο ρόλο της Δούκισσας ως ευεργέτιδας, λειτουργούν ως πλαίσιο, όχι ως κέντρο: η καρδιά της παράστασης είναι το άλυτο τραύμα της απώλειας και ο τρόπος που αυτό διαστρέφει τον χρόνο και την κρίση.   Ορισμένες ιστορικές διαδρομές της Δούκισσας – η σχέση της με την πολιτική, οι αντιφάσεις της ως ευεργέτιδας– εμφανίζονται περισσότερο ως υπαινιγμοί παρά ως επεξεργασμένοι άξονες. Ωστόσο, αυτή η επιλογή φαίνεται συνειδητή: ο Νανούρης δεν επιχειρεί μια «ολοκληρωμένη» βιογραφία, αλλά μια εστίαση στον εσωτερικό της μονόλογο, στα κενά ανάμεσα στις γνωστές πληροφορίες.

Η παράσταση, τελικά, πετυχαίνει να σταθεί σε ένα ενδιαφέρον ενδιάμεσο σημείο μεταξύ λογοτεχνικού θεάτρου και ψυχολογικής μελέτης. Η γλώσσα δεν φοβάται τη μελοδραματική έξαρση, αλλά δεν την αφήνει να εκτροχιάσει τη δομή· η σκηνοθεσία δεν κρύβει τη θεατρικότητα, αλλά διαρκώς την υπονομεύει με στιγμές σιωπής και στατικότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένας μονόλογος που σε καλεί, σχεδόν σε αναγκάζει, να κοιτάξεις από κοντά μια φιγούρα που έχει συνήθως μείνει πίσω από τα ονόματα δρόμων και μουσειακές ταμπέλες.

Για τον θεατή, η «Δούκισσα της Πλακεντίας» στο Βεάκη δεν είναι απλώς μια ακόμη ιστορική αναπαράσταση, αλλά μια πρόσκληση να σκεφτεί πώς οι μύθοι της πόλης κρύβουν εσωτερικές ζωές, ιδιωτικές εμμονές και ανείπωτες απώλειες. Και, πάνω απ’ όλα, είναι μια ακόμα απόδειξη του πώς ένας σκηνοθέτης με καθαρή αισθητική πρόταση και μια ηθοποιός με εκρηκτικό βάθος μπορούν να μετατρέψουν έναν μονόλογο σε εμπειρία ζωντανής, σκεπτόμενης μνήμης.

Κείμενο- Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Ερμηνεία: Μαρία Κίτσου
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης
Πηγές: Δ. Καμπούρογλου, Δ. Γατόπουλος, R.Voss
Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα
Οργάνωση Παραγωγής: Κωνσταντίνα Νταντάμη
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη
Διεύθυνση Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων: PR AGENCY FMN
(nmichalos@fmn.gr, akrokidi@fmn.gr)
Social Media: Renegade Media

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr