fbpx

Είδαμε το Θάνατο του Εμποράκου – Κριτική της Παράστασης

Βαθμολογία Επισκεπτών: 5

Το Θέατρο Ζίνα παρουσιάζει φέτος τον Θάνατο του Εμποράκου του Άρθουρ Μίλλερ σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά την αρχική πρεμιέρα του έργου στη Νέα Υόρκη το 1949, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο, βραβευμένο με Πούλιτζερ, που αποκαλύπτει ουσιαστικά την πλάνη του αμερικανικού ονείρου. Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 5 Οκτωβρίου και θα συνεχίσει μέχρι τέλη Δεκέμβρη.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία δημοσίευσης 9 Οκτωβρίου 2023

Όταν παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1949, είχε μεγάλη απήχηση στο κοινό, αποκαλύπτοντας τις ψεύτικες υποσχέσεις του καπιταλισμού και την επακόλουθη δυσλειτουργία του στην οικογένεια. Ο αντίκτυπος μάλιστα εκείνης της πρώτης παρουσίασης του έργου ήταν τόσο βαθύς που μεγάλο μέρος του κοινού ταράχτηκε τόσο που χρειάστηκε ιατρική βοήθεια. Ο σκηνοθέτης Mike Nichols, ο οποίος ήταν μάρτυρας του έργου εκείνη την εποχή, το περιέγραψε ως ένα μεταμορφωτικό και εκρηκτικό γεγονός.

Ωστόσο, καθώς αυτές οι μεταμορφωτικές αλλαγές έχουν γίνει πλέον ευρέως αποδεκτές, η αναβίωση του έργου με τρόπο που να αποτυπώνει την αρχική του καινοτομία αποτελεί μια πρόκληση. Ο χαρακτήρας του Willy Loman έχει γίνει συνώνυμος με το υποδεέστερο άτομο μέσα σε μια ιεραρχική δομή. Οπως ο ίδιος  ο Μίλλερ είχε πει για τον «Εμποράκο» την τελευταία φορά, που ανέβηκε, το 1999 και απέσπασε το βραβείο «Τόνι» καλύτερης αναβίωσης έργου – «Η τρομοκρατία σήμερα δεν άλλαξε και πολύ. Το έργο μου είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε. Ο Εμποράκος είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου που πίστεψε πως μόνο εκείνος δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τα κριτήρια που έθεσαν, για όλη την ανθρωπότητα, κάποιοι φρεσκοξυρισμένοι, άκαμπτοι κύριοι που παροικούν σήμερα την κορυφή των τηλεοπτικών επιχειρήσεων και των διαφημιστικών γραφείων».

Ίσως όμως δεν μπορούσε ο ίδιος ο Μίλλερ να φανταστεί, πώς αυτή η ιστορία του πλασιέ Γουίλι Λόμαν, που γυρίζει σ’ όλη του τη ζωή στις πολιτείες των ΗΠΑ για  να βγάλει το μεροκάματό του και να πραγματοποιήσει τα όνειρα της μέσης αμερικανικής οικογένειας, θα συνέχιζε να αποτυπώνει, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, την τραγωδία του σύγχρονου ανθρώπου. Που πασχίζει, ονειρεύεται, χρεώνεται, φαντασιώνεται και κάποια στιγμή, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα: την οικονομική, την επαγγελματική, την κοινωνική, την οικογενειακή.

Σ’ αυτό το «κλασικό» έργο της αμερικανικής δραματουργίας του 20ού αιώνα, μέσα από ένα οικογενειακό δράμα, συμπυκνώνεται ο ανθρωποβόρος χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από το περίφημο Αμερικάνικο όνειρο. «Καθρέφτης» του γίνεται ο Γουίλι Λόμαν – ο μεσήλικας πλασιέ μιας μεγάλης εταιρίας, η οποία αφού τον χρησιμοποίησε για τρεις δεκαετίες υποχρεώνοντάς τον ταξιδεύει ανά τη χώρα με μια πενιχρή αμοιβή, πριν εξασφαλίσει τη συνταξιοδότησή του, τον απολύει, τον ταπεινώνει και τελικά τον «σκοτώνει» πετώντας τον σαν «σκουπίδι» στο δρόμο. Ο Γουίλι αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στην επανεξέταση γεγονότων του παρελθόντος ως μέσο αποκατάστασης της σταθερότητας και της δομής στη ζωή του. Καθώς οι παρούσες συνθήκες γίνονται ολοένα και πιο κατακερματισμένες και καταστροφικές, καθίσταται επιτακτική ανάγκη για τον Γουίλι να κατασκευάσει μια εναλλακτική πραγματικότητα, ακόμα κι αν αυτή συνεπάγεται αποκλειστικά την παραμονή στο παρελθόν.

Ο Γιώργος Νανούρης επιλέγει ακόμα μια φορά ένα αμερικάνικο έργο, και αποδεικνύει την ικανότητα ανάγνωσης και μεταφοράς τους στη σκηνή με έναν τρόπο που να είναι τρυφερός, ανθρώπινος και καθολικός. Όταν τελειώνει η παράσταση δεν έχεις πια την αίσθηση ότι αφορά τη συντριβή του αμερικανικού ονείρου μόνο – αλλά τη συντριβή του ανθρώπου που δεν μπορεί να διαχειριστεί την αγάπη προς την οικογένεια του, δεν μπορεί να αποδεχθεί την ανθρώπινη πλευρά της πτώσης, και παγιδεύεται σε ένα ρόλο πατριάρχη και προτύπου βασισμένου σε ζωτικά ψεύδη. Η τρυφερότητα και η ποιητικότητα της διεισδυτικής προσέγγισης της σκηνοθεσίας του Νανούρη θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τις ανθρώπινες σχέσεις και την αγάπη που σκοντάφτει στην τυφλότητα, και την παράλογη λαχτάρα για κοινωνική επικύρωση. Αυτή η ποιητικότητα βασίζεται πάντα σε απλά υλικά: ένα σκηνικό δαιδαλώδες και γραμμικό που επιτρέπει αφενός το άτοπο και άχρονο της ιστορίας, αλλά που ταυτόχρονα αποδίδει τη λαβυρινθώδη παγίδευση του Λόμαν, και την γοητευτική εναλλαγή του φωτός και του σκοταδιού που είναι χαρακτηριστικά της αισθητικής του. Ο Νανούρης αποφεύγει το νατουραλιστικό στοιχείο και υιοθετεί ένα πιο λιτό και αφαιρετικό στυλ, αφήνοντας συμβολικά το χώρο μισοάδειο, και δίνοντας έμφαση στους χαρακτήρες, κάθε έναν ξεχωριστά αλλά και συλλογικά, οδηγεί τον θεατή στην καρδιά της ιστορίας του Μίλλερ.

Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης στον εμβληματικό ρόλο του Γούιλι Λόμαν διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα συναισθήματα και τη μεταβαλλόμενη δυναμική του, καταφέρνοντας να μεταβάλει και τη φυσική εμφάνιση του: κινείται αδέξια στη σκηνή, επιδεικνύοντας αβεβαιότητα και αστάθεια, που μοιάζει με μεγάλο πλοίο που παρασύρεται στον ωκεανό. Η φωνή του είναι τραχιά και βαθιά, αλλά και εξαντλημένη. Η ερμηνεία του παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικής διακύμανσης, αλλά ταυτόχρονα τόσο λεπτές αποχρώσεις, απεικονίζοντας επιδέξια τη διάβρωση και τη σύγχυση που βιώνει ο χαρακτήρας του. Είναι σημαντικό ότι ο θεατής παρακολουθεί έναν ικανό ηθοποιό και μπορεί να αντιληφθεί τα βάθη του χαρακτήρα του μέσα από τα μάτια του, να παρατηρήσει την ένταση στο πιάσιμο του φθαρμένου καπέλου, να εντοπίσει το ελαφρύ δισταγμό στο βηματισμό του και να διακρίνει το συγκρατημένο θρήνο του. Η φωνή του που έχει χάσει την ηχηρή της διαύγεια, που εκφράζει την ενοχική ευθυκρισία αλλά και την απόκρυψη κάθε μορφής αυτογνωσίας του ήρωα του προσφέρει μια αξιοσημείωτη θεατρική στιγμή.

Η Εφη Μουρίκη με ανεπιτήδευτη αλήθεια ερμηνεύει την απλή, λαϊκή, υπομονετική, τρυφερή γυναίκα του εμποράκου. Έχει πλήρη επίγνωση των προκλήσεων που βρίσκονται μπροστά της και των πιθανών συνεπειών που μπορεί να αντιμετωπίσει. Σε όλο το έργο, υπάρχουν κομβικές στιγμές όπου η Λίντα εκφράζει το απωθημένο και την απελπισία της προς τους γιους της, αλλά και την ανευ όρων αγάπη, στήριξη και κατανόηση στον άντρα της, δημιουργώντας μια ισχυρή επίδραση. Καθώς η ιστορία εξελίσσεται, γίνεται το επίκεντρο των έντονων συναισθημάτων και της ενσυναίσθησης του έργου, μετατρέποντας την κληρονομιά του συζύγου της σε κάτι σημαντικό.

Οι δυο γιοί παρουσιάζουν επίσης υψηλά επίπεδα δύναμης προσεγγίζοντας σωστά τη διαφορά χαρακτήρων, τη διάψευση των ελπίδων και το βιοποριστικό αδιέξοδο των γιων του εμποράκου. Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος σε μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της παράστασης είναι εξαιρετικός ως Μπιφ, ξετυλίγοντας αποτελεσματικά το περίπλοκο μείγμα του χαρακτήρα του θαυμασμού, της αηδίας, των δυνατοτήτων και της αποτυχίας.

Ο Ρένος Ρώτας αποδίδει με σοβαρότητα αλλά ίσως και κάποια αμηχανία ανά στιγμές στο ρόλο του Χάπι, που προσπαθεί να βρεί κι εκείνος τη θέση του στον κόσμο και που κομπάζει, σαν τον πατέρα του, για μια κοινωνική θέση μεγαλύτερη από την πραγματικότητα.

Αξιοσημείωτα στιβαρή και ευθύς η ερμηνεία του Δημήτρη Γεροδήμου , του γείτονα Τσάρλι που έχει πάντα την ευαισθησία και την αγάπη να στηρίξει το Γούιλι Λόμαν στις πιο δύσκολες στιγμές του. Η σκηνή που ο Τσάρλι προσφέρει δουλειά στον απολυμένο Γουίλι, είναι μια σημαντική ερμηνευτική στιγμή και για το Δημήτρη Γεροδήμο και τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη.

Απόλυτα ευθυγραμμισμένη με την σκηνοθετική γραμμή η παρουσία της Κατερίνας Μάντζιου.

Με τα απαραίτητα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του καπιταλιστή επιχειρηματία η ερμηνεία του Γιάννη Βαρβαρέσου, που συμμετέχει σε μια ακόμα αξιοσημείωτη στιγμή της παράστασης – εκείνα τα δευτερόλεπτα ανταλλαγής βλεμμάτων του Χάουαρντ και του Γουίλι πάνω από το πεσμένο μαντήλι.

Συμπαθής στη σύνομη παρουσία του ο Θεοδόσης Τανής

Εξαιρετικοί όπως πάντα οι φωτισμοί του Γιώργου Νανούρη , η αφαίρεση και ο συμβολισμός της σκηνογραφίας (Γιώργος Γαβαλάς) λειτουργούν ως οδηγός της σκηνοθετικής γραμμής, και η μουσική υπηρετεί την τραγικότητα του έργου χωρίς να την επισκιάζει σε κανένα σημείο. Κομψά και εύστοχα για την εποχή τα κουστούμια της Ντένης Βαχλιώτη

Στο σύνολο της είναι μια παράσταση κόλαφος για την υλιστική κοινωνία αλλά και ένα κορυφαίο δείγμα πολιτικού και κοινωνικού ρεαλισμού ιδωμένο με την τρυφερή ματιά του Γιώργου Νανούρη που παραδίδει μια ακόμα παράσταση βαθιάς ενσυναίσθησης. Να τη δείτε οπωσδήποτε.

Απόδοση – Σκηνοθεσία – Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης

Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς

Κοστούμια: Ντένη Βαχλιώτη

Μουσική Επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης

Βοηθός Σκηνοθέτη: Νικίτα Ηλιοπούλου

Φωτογραφίες: Κατερίνα Τσατσάνη

Διανομή

Γουίλι Λόμαν  Βλαδίμηρος Κυριακίδης

Λίντα – Έφη Μουρίκη

Μπιφ – Κωνσταντίνος Γώγουλος

Χάπυ – Ρένος Ρώτας

Τσάρλι – Δημήτρης Γεροδήμος

Γυναίκα – Κατερίνα Μάντζιου

Χάουαρντ –Γιάννης Βαρβαρέσος

Σερβιτόρος – Θεοδόσης Τανής

 

Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη

1 σκέψη στο “Είδαμε το Θάνατο του Εμποράκου – Κριτική της Παράστασης”

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr