Η παράσταση Μπουμπουλίνας 18, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη, με την Αμαλία Αρσένη στη σκηνή, βασισμένη στο συγκλονιστικό βιβλίο της Κίττυς Αρσένη, συνιστά μια από τις πιο ουσιαστικές θεατρικές προτάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών. Δεν πρόκειται απλώς για μια δραματική αναβίωση γεγονότων, αλλά για μια σύνθετη σκηνική χειρονομία που διασταυρώνει την προσωπική μαρτυρία με το συλλογικό τραύμα, την ιστορική έρευνα με την θεατρική ανασύνθεση.
- Κείμενο: Κάτια Σωτηρίου
- Ημερομηνία Δημοσίευσης 20/7/2025
Το βιβλίο της Κίττυ Αρσένη, από το οποίο αντλείται το υλικό, είναι μια αφήγηση-μαρτυρία για τα χρόνια της Δικτατορίας και το κτίριο της οδού Μπουμπουλίνας, εκεί όπου το καθεστώς στέγασε την Ασφάλεια και τις αίθουσες βασανιστηρίων. Η σκηνική διασκευή που επιμελείται η Σοφία Καραγιάννη, με τη συνεργασία της Αμαλίας Αρσένη, δεν περιορίζεται στη μεταφορά λέξεων, αντιθέτως, αναζητά έναν τρόπο να αποτυπωθεί η εμπειρία στο σώμα του ηθοποιού και στη μνήμη του θεατή.
Η σκηνοθεσία της Καραγιάννη λειτουργεί με τη λεπτότητα ενός ακαδημαϊκού που εξετάζει αρχεία, αλλά και με την ορμή ενός καλλιτέχνη που δεν αρκείται στην ψυχρή αναπαράσταση. Ο χώρος της σκηνής είναι ένα θεατρικό καμαρίνι. Η Αμαλία – Κίττυ ξεκινά την παράσταση με την υπόκλιση του τέλους. Η φράση του κειμένου που δίνει το στίγμα της σκηνοθετικής και σκηνογραφικής προσέγγισης «Είναι στιγμές που δεν καταλαβαίνω αν βρίσκομαι στο κελί μου ή στο καμαρίνι μου» είναι καθοριστική: Το καμαρίνι που έστησε η Γεωργία Μπούρδα, με τα φώτα που στεφανώνουν τον καθρέφτη, τα μανεκέν , τα αντικείμενα προετοιμασίας του ηθοποιού , είναι μια απατηλή εικόνα. Ο καθρέφτης ανάβει ξαφνικά και πάνω του προβάλλονται, σαν κούκλες-ανδρείκελα, οι βασανιστές με τα μαύρα γυαλιά — ο Μάλλιος, ο Μπάμπαλης, ο Λάμπρου , οι εικόνες των φασιστών που χαράχτηκαν στη συλλογική μας μνήμη.
Αυτά τα λίγα αντικείμενα κυριαρχούν , και κυρίως το σώμα της ηθοποιού που μετατρέπεται σε ζωντανό τεκμήριο. Η Αμαλία Αρσένη, με πλήρη συνείδηση της βαρύτητας του υλικού, αναλαμβάνει τον δύσκολο ρόλο της ενσάρκωσης. Και εδώ υπάρχει μια σαφής φόρτιση τόσο στη σκηνή όσο και στο κοινό. Η Αμαλία Αρσένη, η ανιψιά της Κίττυς, δεν παίζει απλώς έναν χαρακτήρα· γίνεται αγωγός μνήμης, φέρνοντας στη σκηνή την οργή, τον φόβο, την επιμονή για ζωή. Η ίδια φέρει το βάρος της προσωπικής αναφοράς, και το κοινό της συλλογικής μνήμης. Η ερμηνεία της είναι χαμηλότονη στις στιγμές που απαιτούν σιωπή και συγκράτηση, αλλά εκρήγνυται σε κύματα συναισθημάτων όταν το κείμενο την οδηγεί στα όρια. Η θεατρική συνθήκη που στήνεται, με την Αμαλία να μπαίνει και να βγαίνει στο ρόλο, να «μαθαίνει τα λόγια» βοηθά στην αποδόμηση και την ανασύνθεση του λόγου, με τις επιλογές σκηνικών σημείων και την ενεργοποίηση του υλικού στον χρόνο και τον χώρο της σκηνής. Αυτή η δυναμική παλινδρόμηση, προσφέρει στο κοινό μια ερμηνευτική εμπειρία που υπερβαίνει το ντοκουμέντο. Ταυτόχρονα, λογοτεχνικά, το κείμενο της Κίττυς Αρσένη —όπως μεταφέρεται μέσα από την ερμηνεία της Αμαλίας Αρσένη — αναδεικνύει την ένταση ανάμεσα στην ωμή καταγραφή και τη μεταφορική δύναμη της γλώσσας. Οι περιγραφές της, τα συναισθήματα, αποκτούν στη σκηνή έναν σχεδόν υπερβατικό χαρακτήρα. Η ερμηνεία της Αμαλίας Αρσένη δεν επιδιώκει να σοκάρει με ωμότητα· επιλέγει να μεταπλάσει τον πόνο σε αισθητική εμπειρία, χωρίς να τον απαλείψει. Έτσι, η αφήγηση γίνεται ταυτόχρονα σκληρή και λυρική, προσωπική και συλλογική.
Η Σοφία Καραγιάννη, που έχει αποδείξει ήδη τη μαεστρία της στο πολιτικό θέατρο, μέσα από το σκηνοθετικό της βλέμμα, μας θυμίζει πως η ιστορία δεν είναι μια στατική αλληλουχία γεγονότων, αλλά ένας ζωντανός οργανισμός που επηρεάζει το παρόν. Η χρήση της πρωτογενούς πηγής σε συνδυασμό με τη δραματουργική συμπύκνωση και την επιλογή της παρουσίασης σαν μια πρόβα, δημιουργεί ένα πεδίο διαλόγου ανάμεσα στον θεατή και το υλικό. Η παράσταση γίνεται, έτσι, ένας τόπος όπου η Ιστορία δεν καταναλώνεται ως θέαμα, αλλά βιώνεται ως αναγκαία μνήμη.
Η συμβολή της Καραγιάννη είναι καθοριστική στη σκηνική οικονομία και στη δημιουργία ρυθμού. Η παράσταση αναπνέει με παύσεις, σιωπές, σκοτάδια, δίνοντας χώρο στον θεατή να συνθέσει τις δικές του εικόνες. Κάθε αλλαγή φωτισμού, κάθε μετατόπιση της Αρσένη στη σκηνή, αποκτά σημασία, σαν μικρός σεισμός μνήμης.
Στη ροή της παράστασης, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει την κινησιολογία της Μαργαρίτας Τρίκκα, τη μουσική του Μάνου Αντωνιάδη που πλανάται σαν ψίθυρος και μαχαιριά μαζί. Οι φωτισμοί (Βασιλική Γώγου) άλλοτε σκληροί κι άλλοτε θαμπωμένοι, δημιουργούν την αίσθηση πως κάθε λέξη που εκφέρεται ανοίγει ένα μικρό παράθυρο σε ένα σκοτεινό υπόγειο, σε μια φωνή που επιστρέφει από το παρελθόν. Όλα μαζί υπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα με συνέπεια υφαίνοντας έναν κόσμο όπου το καμαρίνι και το κελί γίνονται δύο όψεις της ίδιας, άγρυπνης μνήμης.
Η παράσταση Μπουμπουλίνας 18 δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους που πέρασαν από εκείνα τα δωμάτια. Είναι μια πράξη αντίστασης στη λήθη. Σε μια εποχή όπου η πληροφορία καταναλώνεται γρήγορα και η Ιστορία συχνά υποβιβάζεται σε επικοινωνιακό σύνθημα, το έργο αυτό έρχεται να υπενθυμίσει ότι η μνήμη απαιτεί κόπο, προσοχή, επαναδιατύπωση. Το θέατρο εδώ γίνεται εργαστήριο συλλογικής αυτογνωσίας.
Βγαίνοντας από την αίθουσα, η αίσθηση που απομένει δεν είναι μόνο θλίψη ή αγανάκτηση. Είναι ένα κάλεσμα. Ένα κάλεσμα να σκεφτούμε τι σημαίνει να θυμάσαι, τι σημαίνει να αφηγείσαι, τι σημαίνει να συνεχίζεις. Η Αμαλία Αρσένη, υπό την καθοδήγηση της Σοφίας Καραγιάννη, μετατρέπει τη σκηνή σε χώρο μνήμης και ευθύνης, όπου το προσωπικό συναντά το πολιτικό και το παρελθόν μιλάει στο παρόν με αφοπλιστική δύναμη. Ελπίζουμε ότι η παράσταση θα παιχτεί ξανά σε έναν θεατρικό χώρο το χειμώνα.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Σοφία Καραγιάννη
Δραματουργία: Σοφία Καραγιάννη, Αμαλία Αρσένη
Μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης
Σκηνικά – Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Φωτισμοί: Βασιλική Γώγου
Βοηθοί σκηνοθέτιδα:ς Iοκάστη Σαράντη, Σοφία Χατζηευθυμιάδη
Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Ηρώ Παρδαβέλλα
Κινησιολογική επιμέλεια: Μαργαρίτα Τρίκκα
Ερμηνεία: Αμαλία Αρσένη
Το βιβλίο επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Θεμέλιο