fbpx

Είδαμε το Έγκλημα και Τιμωρία σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη – Κριτική της Παράστασης

Βαθμολογία Επισκεπτών: 3

Μια ελεύθερη μεταγραφή του εμβληματικού μυθιστορήματος «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ρώσου συγγραφέα παρουσιάζει ο Βασίλης Μπισμπίκης στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση,  μεταφέροντας το ως ένα λαϊκό νουάρ στην Αθήνα του 2023. Η παράσταση θα παίζεται ως τις 23 Απριλίου.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
  • Δημοσίευση 26/3/2023 

Το Εγκλημα και Τιμωρία αποτελεί μια βαθιά καταβύθιση στα μύχιά της ανθρώπινης ψυχής. Ο συγγραφέας προχωρά και ανατέμνει ψυχικές δομές της ανθρώπινης ύπαρξης «απαντώντας» σε ερωτήματα όπως «η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στο φόνο;» ή «η ψυχή του ανθρώπου αντέχει στην απόκρυψη της αληθινής της φύσης;», διεισδύοντας στις πιο εσωτερικές φωνές ενός προσώπου, πιο συγκεκριμένα του Ρασκόλνικοφ. Τέλος, «ζωγραφίζει», στήνει σκηνικά, σκιαγραφεί ανθρώπινους χαρακτήρες, μεταφέρει τον παλμό των κοινωνικών αντιθέσεων και τη μυρωδιά της πολιτικής κατάστασης στα χρόνια μετά τον Ναπολέοντα.

Ο Ντοστογιέβσκι έβλεπε τη συνείδηση σαν μια κονίστρα αντιδικίας και μόνιμης λογομαχίας, έναν ανοίκειο χώρο πυκνοκατοικημένο από όλες τις δόλιες εκφάνσεις του «εγώ» και του «εσύ». Οδηγήθηκε στο φόνο σαν από κάποια αναγκαιότητα, σε μια κατάσταση οριακή ψυχικά και σωματικά, και εξαντλεί όλες του τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις για να μην αποκαλυφθεί. Κινείται στο «κόκκινο» και μαζί του συμπάσχουμε κι εμείς, όχι μόνο στη φονική πράξη αλλά και σε ό, τι ακολουθεί. Γιατί γρήγορα διαψεύδεται η αρχική του πεποίθηση ότι ο φόνος θα ολοκληρωθεί όταν απλά θα έχει συντελεστεί η πράξη.

Ο «ιδεολόγος εγκληματίας» Ρασκόλνικοφ αποτελεί έναν άνθρωπο που υψώνει την ελευθερία της βούλησης ενάντια σε ό, τι θεωρεί κατεστημένο, που χωρίς κανένα φανερό καταναγκασμό –ούτε καν εξωτερικό κίνητρο-, επιλέγει «ελεύθερα», να διαπράξει τη βαρύτερη αμαρτία, δοκιμάζοντας τα όριά του. Η στάση αυτή του Ρασκόλνικοφ αντικατοπτρίζει την θεωρία του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος υποστηρίζει: «Το έγκλημα δεν πρέπει να κρίνεται με τις καθιερωμένες θεωρίες. Η φιλοσοφία του είναι κάπως περισσότερο πολύπλοκη απ’ ό,τι νομίζεται. Έχει αναγνωριστεί πως ούτε η φυλακή, ούτε η απειλή της κρεμάλας, ούτε οποιοσδήποτε άλλος τρόπος εξαναγκασμού μπορούν να θεραπεύσουν τον εγκληματία.»

Σε αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο πατά η σκηνοθετική προσέγγιση και μεταγραφή του κλασικού κειμένου από το Βασίλη Μπισμπίκη, ο οποίος φέρνει στη Στέγη ένα παζλ της λούμπεν σκηνής της Αθήνας, παραδίδοντας μια εξελληνισμένη εκδοχή του εμβληματικού έργου, με τρόπο παράδοξο και ίσως πολύ ελληνικό για κάποιους, που όμως αποδίδει ακέραια το μεδούλι του έργου. Μια τρανς τοκογλύφος, αστυνομικοί που χαρτοπαίζουν στα μπαρ, ένα ξενοδοχείο κακόφημο στο κέντρο της Αθήνας, οι white trash της πόλης- κλέφτες, πρεζάκια, οι εργάτες, μια θρήσκα μάνα που όμως δεν διστάζει να δώσει την κόρη της σε έναν πολύ μεγαλύτερο πετυχημένο δικηγόρο για να σώσει την τιμή της μετά το βιασμό της, ένας Ρώσος μέθυσος, μια αμαρτωλή αλλά new age πόρνη που επιβιώνει μέσα από το διαλογισμό, και φυσικά ο επιθεωρητής Πορφύρης, έξοχος στη συμπεριφορική ανάλυση που γίνεται το alter ego του Μιχάλη – Ρασκόλνικοφ, και τον καταδιώκει μέχρι να ομολογήσει. Ο Μπισμπίκης χτίζει ένα καλειδοσκόπιο ανθρώπων που συνθέτουν το κοινωνικό πλαίσιο που ωθεί τον ήρωα στη δολοφονία αλλά και την ανάπτυξη της θεωρίας των ξεχωριστών ανθρώπων, που δεν θα πρέπει να διστάζουν ακόμα και να σκοτώσουν, αν θεωρήσουν ότι έτσι θα βοηθήσουν το κοινωνικό σύνολο να εξαγνιστεί.

Η αναγνωρίσιμη πλέον σκηνική γλώσσα του Μπισμπίκη, που έχει έντονα τα στοιχεία της βίας και της έντασης, καταφέρνει με ρεαλιστική δύναμη να αποδώσει το δραματικό ζόφο του ντοστογιεφσκικού «κόσμου», το ψυχικό άλγος των πρωταγωνιστικών προσώπων και να εικονοποιήσει επιτυχημένα την αντίληψή του για την εσωτερική σύγκρουση ατομικής ελευθερίας και κοινωνίας, συνείδησης και ευθύνης, αλήθειας και ανάγκης. Ωστόσο, η παράσταση έχει κάποιες σημαντικές αδυναμίες, με κυριότερη την οριακή φλυαρία κάποιων σκηνών, τη μεγάλη, κατά συνέπεια διάρκεια της παράστασης, και τις κάπως άνισες ερμηνευτικές αποδόσεις, που σε κάποιο βαθμό καλύπτονται από τις βασικές ερμηνείες και τη συνολική απόδοση.

Αξίζει βέβαια να ειπωθεί ότι ο διευρυμένος χρόνος ίσως είναι αναγκαίος για τη δόμηση ενός ολόκληρου κόσμου, για το χτίσιμο της ατμόσφαιρας. Και σε αυτό ο Βασίλης Μπισμπίκης επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό. Όχι μόνο χτίζει την ατμόσφαιρα που επιθυμεί, αλλά καταφέρνει να εμπλέξει συναισθηματικά το θεατή του, γεγονός που είναι και η μεγάλη επιτυχία της παράστασης. Η αναπαραγωγή μιας πραγματικότητας με την αλήθεια της, και σίγουρα με τα κλισέ της, είναι παρούσα επί σκηνής – αλλά και εκτός. Η κινηματογράφηση στους δρόμους της νυχτερινής Αθήνας, πετυχαίνει το σκοπό της φέρνοντας στο κοινό κάτι οικείο: η περιπλάνηση του ταραγμένου ήρωα στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης του δίνει το χώρο και το χρόνο να συνομιλήσει με την ψυχή του, να θέσει στον εαυτό του τα ερωτήματα που τον απασχολούν, πρίν επιστρέψει στη σκηνή και την ανυπόφορη συνδιαλλαγή του με όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον. Προφανώς η χρήση του βίντεο δεν είναι κάτι νεωτερίζον, ωστόσο στη συγκεκριμένη παράσταση προσφέρει την αναγκαία συνθήκη για την ψυχική περιπλάνηση του ήρωα στα μύχια της συνείδησης και της λογικής του.

Ενδιαφέρουσα αν και ίσως κάπως απότομη η τελευταία σκηνή, με την ομολογία του Μιχάλη στο κοινό : Έτσι η τιμωρία δεν αποτελεί το τερματικό στοιχείο του έργου, αλλά επιτρέπει την έμφαση στην πορεία προς την αναγκαιότητα της. Η σχέση του Ρασκόλνικοφ με τη Σόνια είναι άκρως ενδεικτική, ακόμα και την ώρα της ομολογίας. Η Σόνια ξέρει πόσο υποφέρει ο Ρασκόλνικοφ και αυτή θα τον αγκαλιάσει. Δεν κοιτάζει μόνο τον εγκληματία, βλέπει και τον τιμωρημένο. Εδώ βρίσκουμε ένα άλλο νοητικό σχήμα που συνδυάζεται με το πρώτο του ανακριτή Πορφυρή. Ο δράστης βρίσκεται ανάμεσα στη γνώση χαι στην αθωότητα. Προβληματίζεται ως δίκαιος και εξετάζει τα όριά του. Ενώ πίστευε ότι μπορεί μόνος του να δημιουργήσει τον κόσμο του, ακόμα και το εσωτερικό του, ο δίκαιος μετά από το έγκλημα του, την υπέρβαση του, δεν μπορεί να λυτρωθεί παρά μόνο με τη γνώση και την αθωότητα.

Η παράσταση ευτυχεί να έχει κάποιες σημαντικές ερμηνείες που συντελούν τα μέγιστα στην ολοκλήρωση της σκηνοθετικής προσπάθειας.

Ο Θοδωρής Σκυφτούλης, σαν βγαλμένος από το ρωσικό μυθιστόρημα, ερμηνεύει το Μιχάλη Σχίζα – Ρασκόλνικοφ και καταφέρνει να αποδώσει τόσο σωματικά όσο και λεκτικά το ψυχικό άλγος του ήρωα του, την απόγνωση, την σταδιακή του κατάρρευση, διατηρώντας ωστόσο και τα ψήγματα αυτοπεποίθησης όταν χρειάζεται. Μια συναισθηματική, γεμάτη ερμηνεία.

Η Άννα Μάσχα ερμηνεύει έξοχα τη μητέρα του Μιχάλη, με τη γνήσια εσωτερική αλήθεια της, συμβάλλοντας στην κορύφωση του δραματικού στοιχείου. Η σκηνή της έκρηξης της στην πρώτη επικοινωνία της με το γιο της, μέσω skype, είναι μάθημα ερμηνευτικού μέτρου, ενώ είναι ιδιαίτερα συγκινητική η σιωπηρή μικρή χορευτική σκηνή της, μετά τη διάλυση του αρραβώνα, όταν ακροπατεί μεταξύ κατάρρευσης και γονικού καθήκοντος.

Μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της παράστασης είναι αυτή του Τσέζαρις Γκραουζίνις, στο ρόλο του Ρώσου μέθυσου. Με τη σοφία του ανθρώπου που λαθεύει και το ξέρει, αλλά και την ευγένεια του ξεπεσμένου αστού, φέρνει στη σκηνή με σοβαρή ερμηνευτική εμβάθυνση  το Ζαχαρία Μαρμελάντωφ. Η σκηνή της κηδείας του και του «χορού» με την κόρη του, είναι ιδιαίτερα συγκινητική και ξεχωριστή.

Αγνώριστος ο Βασίλης Μπισμπίκης ερμηνεύει με την αναγκαία άνεση και ευφυία τον επιθεωρητή Πορφύρη, που ανακρίνει με μεγάλη ικανότητα τον Μιχάλη. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ντοστογιέφσκι έθεσε, μέσα από τον Πορφύρη, τις βάσεις της ανακριτικής διαδικασίας. Δε λείπει και το ειρωνικό σχόλιο για την αστυνομία, μέσα από τις συνήθειες που παρουσιάζονται στο αστυνομικό τμήμα.

Ιδανική Σόνια η Έρρικα Μπίγιου συνδυάζοντας την ομορφιά και σαγήνη του ερωτικού αντικειμένου με την με πρωτόπλαστη «αφέλεια» της βαθιά καλόψυχης φύσης της.

Δωρική, με το σκοτεινό χιούμορ που επιβάλλεται η Αλίνα της Μπέτυς Βακαλίδου, ενώ πολύ ενδιαφέρουσα η στα έμφυλα όρια ερμηνεία του Δημήτρη Παπάζογλου. Η ερμηνεία του Μάνου Καζαμία ήταν έντονη, ίσως λίγο περισσότερο επιτηδευμένη ανά στιγμές, ενώ η Νίκη Σερέτη σε έναν πολύ απαιτητικό ρόλο δημιούργησε μια αναγνωρίσιμη γυναίκα που πάσχει. Ο Κώστας Φαλελάκης φέρει μια διαρκή αίσθηση απειλής στη σκηνή ως Αρκάδης Πονηρίδης ενώ η Ιώβη Φραγκάτου ερμήνευσε την Ντίνα Σχίζα με γήινη αμεσότητα. Ο Φοίβος Παπακώστας και ο Στέλιος Τυριακίδης ξεχώρισαν στους ρόλους του άπειρου, αλλά αποφασισμένου αστυνομικού, και πιστού φίλου αντίστοιχα.

Το ερμηνευτικό σύνολο πλαισιώνουν επάξια οι Λευτέρης Αγουρίδας, Γιανμάζ Ερντάλ, Διονύσης Κοκκοτάκης (Κώστας Κρόκος), Edgen Lame, Νατάσα Παπανδρέου, Γιώργος Σιδέρης Νικολέτα Χαρατζόγλου.

Η μουσική επένδυση με σουξέ και λαϊκά τραγούδια έρχεται να συνδράμει καίρια στην αναπαράσταση της ζωής των απλών ηρώων. Πολύ λειτουργικά τα σκηνικά, με τη χρήση όλης της σκηνής σε βάθος και πλάτος, δημιουργούσαν την ατμόσφαιρα των υπο-κοσμικών χώρων της Αθήνας. Τα live video ίσως χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο από όσο έπρεπε, ενώ η είσοδος όλου αυτού του κατασκευάσματος επί σκηνής στην τελευταία σκηνή αποπροσανατολίζει το θεατή.

Πολύ ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη, ενέτειναν το ζόφο, και έπαιζαν με τις ποιότητες των επι μέρους χώρων πολύ επιτυχημένα.

Στο σύνολο της είναι μια παράσταση που παρά τις ατέλειες της κατορθώνει να δημιουργήσει την αναγκαία εκλαϊκευμένη και εξελληνισμένη ντοστογιεφκική ατμόσφαιρα, αποδεικνύοντας ότι ένα κλασικό έργο μπορεί να «διαβαστεί» με σύγχρονη σκηνική αντίληψη, χωρίς να λείψει ο οφειλόμενος σε αυτό σεβασμός, χωρίς να αλλοιωθούν τα αισθητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το δημιουργό του έργου και κυρίως χωρίς να χαθεί η ουσία του.

Συντελεστές:

Παίζουν οι Λευτέρης Αγουρίδας (Ανέστης Πανούσης), Μπέττυ Βακαλίδου (Αλίνα Ιωάννου), Τσέζαρις Γκραουζίνις (Ζαχαρίας Μαρμελάντωφ), Γιανμάζ Ερντάλ (Εργάτης), Μάνος Καζαμίας (Πέτρος Λούτζης), Διονύσης Κοκκοτάκης (Κώστας Κρόκος), Edgen Lame (Φτερωτός Ερμής), Άννα Μάσχα (Μάνα), Έρρικα Μπίγιου (Σόνια Μαρμελάντοβα), Βασίλης Μπισμπίκης (Πορφύρης Πετρίδης), Δημήτρης Παπάζογλου (Μαρικόν), Φοίβος Παπακώστας (Γρηγόρης), Νατάσα Παπανδρέου (Ηρώ Ίνι), Νίκη Σερέτη (Κατερίνα Μαρμελάντοβα), Γιώργος Σιδέρης (Ηλίας), Θοδωρής Σκυφτούλης (Μιχάλης Σχίζας), Στέλιος Τυριακίδης (Δημήτρης), Κώστας Φαλελάκης (Αρκάδης Πονηρίδης), Ιώβη Φραγκάτου (Ντίνα Σχίζα), Νικολέτα Χαρατζόγλου (Νατάσσα).

Μεταγραφή & Πρωτότυπη Δραματουργία: Βασίλης Μπισμπίκης, Γιάννης Μελιτόπουλος
Σκηνικά: Κέννυ Μακ Λέλλαν
Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης
Κινησιολογική Επιμέλεια: Edgen Lame
Σχεδιασμός Φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης

Μετάφραση υπερτίτλων στα αγγλικά: Μέμη Κατσώνη
Ταυτόχρονος υπερτιτλισμός: Γιάννης Παπαδάκης

Παραστάσεις με αγγλικούς υπέρτιτλους: Σάββατο 25.3, Κυριακή 26.3, Πέμπτη 30.3, Παρασκευή 31.3, Σάββατο 1.4, Κυριακή 2.4, Σάββατο 8.4, Κυριακή 9.4.2023

4 σκέψεις στο “Είδαμε το Έγκλημα και Τιμωρία σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη – Κριτική της Παράστασης”

  1. 4

    Ενδιαφέρουσα μεταφορά στο σήμερα ενός κορυφαίου λογοτεχνικού έργου, με κάπως αδύναμο τέλος. Έξυπνη η σκηνοθεσία, πετυχημένη η κινηματογραφική προσθήκη με την περιπλάνηση του κεντρικού ήρωα στους δρόμους του υπόκοσμου/απόκοσμου, των καταραμένων/ κατατρεγμένων. Ο πολυπληθής θίασος εξαιρετικός, ο καθένας μόνος του και όλοι μαζί. Εμβληματική φιγούρα ο Σκυφτούλης. Στα αρνητικά της βραδιάς η αφιλόξενη ατμόσφαιρα της ΧΥΤΡΑΣ.

    Απάντηση
  2. 1

    Το Έγκλημα ήταν η παράσταση
    και η Τιμωρία δική μας.

    Καμμία συνοχή, κανένα βάθος, κανένα συναίσθημα. Τρίζουν τα κόκαλα του Ντοστογιέφσκι με το επίπεδο της παράστασης. Κρίμα…

    Απάντηση

Γράψτε απάντηση στο Χρήστος Κυργιάκης Ακύρωση απάντησης

Θέατρο - mytheatro.gr