fbpx

Είδαμε το “The Doctor” στο Αμφιθέατρο Ευαγγελάτου – Κριτική της Παράστασης

Το “The Doctor”, ελεύθερα βασισμένο στο έργο Καθηγητής Μπερνάρντι (1912) του Άρτουρ Σνίτσλερ, ανεβαίνει από τις 8 Δεκεμβρίου στο Αμφι-Θέατρο, σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου και παραγωγή του πολιτιστικού οργανισμού Λυκόφως.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία Δημοσίευσης 13/1

Το πρωτότυπο του 1912 του Arthur Schnitzler, «Professor Bernhardi» μιλά για έναν Εβραίο γιατρό που κουράρει ένα 14χρονο κορίτσι που πεθαίνει από σήψη μετά από μια κακή έκτρωση. Όταν ένας καθολικός ιερέας φτάνει για να κάνει τις τελευταίες ιεροτελεστίες, ο Bernhardi του αρνείται την πρόσβαση, με το επιχείρημα ότι θα κάνει το κορίτσι να συνειδητοποιήσει ότι πεθαίνει και έτσι θα γεμίσει με αγωνία τις τελευταίες στιγμές της. Η σειρά που ακολουθεί αντιτάσσει τη λογική ενάντια στην πίστη, την επιστήμη ενάντια στη θρησκεία, την αρχή ενάντια στον πραγματισμό και διερευνά την τοξική φύση της προκατάληψης.


Στα χέρια του Icke, αυτό γίνεται ένα συναρπαστικό ηθικό θρίλερ και μια διεισδυτική ανάλυση της εποχής μας. Ο πυρήνας της ιστορίας παραμένει, αλλά εδώ η γιατρός είναι γυναίκα (Ruth Wolff), η κλινική είναι ένα σύγχρονο ινστιτούτο που θεραπεύει το Αλτσχάιμερ και η ηθική συζήτηση πυροδοτεί γρήγορα μια καταιγίδα στα social media. Ο αντισημιτισμός που γίνεται κεντρικό θέμα στο πρωτότυπο έργο συνδυάζεται με το φύλο, τη φυλή, την τάξη, τις πολιτικές ταυτότητες και το άσχημο φαινόμενο της δίκης από τα social media.

Το έδαφος της κατηγορίας αλλάζει διαρκώς και το μόνο που είναι απολύτως σαφές είναι ότι όλα είναι πολιτικά, και το συμφέρον και η φιλοδοξία θα έχουν πάντα ρόλο να παίξουν ακόμη και σε ένα ινστιτούτο, όπως αυτό το οποίο διοικεί η Wolff, που υποτίθεται ότι είναι αφοσιωμένο στην αναζήτηση της εύρεσης θεραπείας για την άνοια. Ο Icke αρνείται αποφασιστικά να δώσει σε κανέναν ένα σαφές επιχείρημα, σε έναν κόσμο όπου ο καθένας είναι απόλυτα σίγουρος για τις απόψεις του. Τίποτα δεν είναι εντελώς μαύρο και άσπρο. Όλα λαμπυρίζουν σε αποχρώσεις του γκρι. Αυτό φαίνεται καλύτερα από τη φοβερή στιγμή όπου –για να διατηρήσει την ακεραιότητά της και να υποστηρίξει την υπόθεσή της– η Γουλφ προδίδει έναν έφηβο με τον οποίο έχει γίνει φίλη. Η συμπάθειά μας είναι μαζί της καθώς αντιμετωπίζει το δικαστήριο της κοινής γνώμης, υπομένοντας ένα κυνήγι μαγισσών και μια κουλτούρα ακύρωσης μανιασμένη και φουντωμένη από ψέματα που διαδίδονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, παρά τα όποια ελαττώματα της.


Μήπως η Ρουθ δέχεται πυρά επειδή είναι Εβραία; Απέρριψε το αίτημα του ιερέα επειδή ήταν μαύρος; Πρέπει οι επιθυμίες των γονέων να υπερτερούν εκείνων του ιατρικού προσωπικού; Ο καθένας έχει μια γνώμη – ενημερωμένος ή όχι – και κάθε γνώμη είναι σημαντική. Το επιχείρημα εξαπλώνεται σαν ιός. Όσο περισσότερο η Ρουθ προσκολλάται σταθερά στον ηθικό της κώδικα ως γιατρός, τόσο πιο επισφαλής γίνεται η θέση της. Εν τω μεταξύ, το μέλλον του ίδιου του ινστιτούτου απειλείται. «Είμαι γιατρός», λέει η Ρουθ Γούλφ στην αρχή αυτού του εντυπωσιακού θεατρικού έργου. Είναι μια φράση που ο χαρακτήρας της θα επαναλάβει ξανά και ξανά – με βεβαιότητα, με πάθος, με περιφρόνηση, με αγωνία – καθώς η ζωή της καταρρέει γύρω της. Είναι μια δυναμική και με αρχές γυναίκα που δίνει προτεραιότητα στην ιατρική και την ευημερία των ασθενών από την αναζήτηση έγκρισης. Ενώ αυτό το χαρακτηριστικό συγκεντρώνει θαυμασμό από πολλούς, προκαλεί επίσης αντιπάθεια από ορισμένους λόγω της περιορισμένης κοινωνικής της ικανότητας να υιοθετεί μια πιο διακριτική ή πολιτική προσέγγιση.


Το έργο δεν είναι πραγματικά μια ιστορία κλινικής φροντίδας, αλλά πραγματεύεται την εγωπαθή πολιτική του ελέγχου και της διαχειριστικής «θυρίδας» που έχουν γίνει ο νέος Ιησουιτισμός, όλη την τρέλα της μη αξιοκρατικής φυλετικής ισορροπίας, και των λαμπρών σταδιοδρομιών ανθρώπων που συνεπακόλουθα καταστρέφονται από τις καταιγίδες του Twitter και την εταιρική δειλία. Το έργο μιλάει πάρα πολύ για τα στερεότυπα και την έννοια της ταυτότητας και το πόσο έχουμε συνηθίσει να βάζουμε τους ανθρώπους σε ομάδες και να τους κατατάσσουμε σε κατηγορίες. Για το πώς κρίνουμε κάποιον από την εμφάνιση, τι σημαίνει προνόμιο και κοινωνική τάξη, ενώ θίγει και ζητήματα φυλετικών και άλλων διακρίσεων σε σχέση με την ταυτότητα φύλου. Μιλάει για όλα αλλά με έναν τρόπο φιλοσοφικό και ταυτόχρονα πολύ θεατρικό και με ένα καυστικό, φλεγματικό χιούμορ.


Η καθηλωτική παραγωγή στο Αμφιθέατρο παίρνει το ενός αιώνα δράμα και το μετατρέπει σε ένα καταστροφικό έργο για το σήμερα, με σημείο αναφοράς την υπέροχη ερμηνεία της Στεφανίας Γουλιώτη. Οι φυλετικές δυναμικές του έργου δεν είναι αμέσως εμφανείς στην πονηρά ετερόδοξη παραγωγή της Κατερίνας Ευαγγελάτου, η οποία ακολουθώντας πιστά την οδηγία του Icke χρησιμοποιεί ασυνήθιστο casting με βάση το φύλο και το χρώμα σε μια εποχή « φυλετικής και χρωματικής συνείδησης». Ο έγχρωμος ιερέας ερμηνεύεται εξαιρετικά, με αλήθεια και αμεσότητα – αλλά και το δέον χιούμορ – από τον Νίκο Χατζόπουλο, ενώ ο άνδρας γιατρός που προσπαθεί να σφετεριστεί τη θέση της Wolff ερμηνεύεται, διαβολικά και εξαιρετικά, από την Κίττυ Παιτατζόγλου. Παρά τις ενδείξεις για το αντίθετο, η παράσταση είναι έτσι στημένη ώστε να βλέπουμε τη «φυλή» και την ταυτότητα ως τα κεντρικά ζητήματα του έργου.


Η Κατερίνα Ευαγγελάτου τα σκηνοθετεί όλα αυτά σαν θρίλερ. Είναι ένα έργο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ηθικά επιχειρήματα, αλλά είναι τόσο τεταμένο που υπάρχουν στιγμές που σταματάς να αναπνέεις – ή όταν η άποψη κάποιου φαίνεται τόσο εξωφρενική που απαιτεί από το κοινό να κάνει λογικά άλματα. Η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και η ενέργεια της παράστασης τονίζονται από την απόλυτη αυστηρότητα της κατεύθυνσης της Ευαγγελάτου. Ο τρόπος που τα φώτα – έξοχοι οι φωτισμοί από τον Νίκο Βλασόπουλο – μόλις τρεμοπαίζουν σε κάθε αποκάλυψη, το παγωμένο καδράρισμα στιγμών έντασης, και ο σχεδιασμός ήχου του Αλέξανδρου – Δράκου Κτιστάκη, διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Αυτά τα θέματα δίνουν μια φυσική εκδήλωση από το κλινικής απλότητας σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, με ένα τραπέζι στο κέντρο όπου τα επιχειρήματα ξετυλίγονται, δημιουργώντας μια αίσθηση ενός ατελείωτου γύρου κατηγορίας και αντεπιβολής.

Η Στεφανία Γουλιώτη δίνει μια αριστουργηματική ερμηνεία ως καθηγήτρια Ρουθ Γουλφ, με πνευματικότητα και συναισθηματική βάσανο, αποδίδοντας κάθε περιφρονητικό βλέμμα και ανασήκωμα των φρυδιών στην τελειότητα. Ξεκινά ως σκληροτράχηλη γιατρός με κλίση στη σωστή γραμματική και δυναμική φωνή και σταδιακά αποκαλύπτει την εύθραυστη, ευάλωτη πλευρά της τη στιγμή που χάνει ό,τι διαμορφώνει την ταυτότητά της. Βλέπεις τα δάκρυά της. Νιώθεις τον πόνο της καρδιάς της. Η Γουλιώτη πείθει πως το βλοσυρό πρόσωπο που υποδύεται με ατσάλινο τσαγανό την ώρα που ο κόσμος γύρω και μέσα της γκρεμίζεται στο μικρό χρονικό διάστημα που περιγράφεται στο έργο έχει σάρκα, οστά και ψυχραιμία εν μέσω σοβαρότατης κρίσης. Η ηρωίδα της παλεύοντας με μια κοινωνία που είναι κατά κύριο λόγο ανδροκρατούμενη και διασπασμένη, αντιμετωπίζει μεγαλύτερες συνέπειες για την επαγγελματική της ταυτότητα παρά για οποιεσδήποτε συγκεκριμένες ενέργειες που μπορεί να έχει κάνει. Επιπλέον, αρνείται σταθερά να ζητήσει συγγνώμη, αρνούμενη την ανάγκη να τηρήσει τις κοινωνικές προσδοκίες για πολιτική ορθότητα. Η αποδοχή και η ομολογία της ανθρωπιάς της ηρωίδας της ερμηνεύεται με εσωτερικότητα και βάθος.


Την υποκριτική ουσία της Στεφανίας Γουλιώτη, αμιλλώνται με πολύ καλά αποτελέσματα όλοι οι ηθοποιοί: η έμπειρη και πάντα απέριττη ερμηνευτικά Ζωή Ρηγοπούλου, η συγκινητική Μαριάννα Δημητρίου σε έναν ρόλο κλειδί στην παράσταση , η δυναμική υποκριτικά Aurora Marion, η άμεση και φυσική Νίκη Σερέτη, ο εκφραστικός Σταύρος Καλλιγάς, ο νευρώδης Λευτέρης Πολυχρόνης, η συγκροτημένη ερμηνευτικά Αλίκη Ανδρειωμένου. Αποκομμένη από την κύρια αφήγηση, η Γουλφ λειτουργεί ως συναισθηματικός κρίκος για τον/την Sami, έναν νεαρό που αγωνίζεται να βρει τη θέση του σε έναν μπερδεμένο κόσμο. Η Αμαλία Νίνου, παίζει τον Sami με χιούμορ και τρυφερότητα και καθώς οι σχέσεις τους καταστρέφονται στο τέλος, το τελικό αποτέλεσμα είναι οδυνηρό.

Στο σύνολο της είναι μια υπέροχη παράσταση, που σχολιάζει ανελέητα τις κοινωνικές παθογένειες, βασανιστική για τη σκέψη, πλούσια σε ενσυναίσθηση και ευφυία. Μια παράσταση για την επώδυνη παραδοχή ενός μεγάλου μυστικού και τη διάλυση μιας καλά οχυρωμένης συνθήκης, πάντα στο πλαίσιο ανθρώπων που εκτιμούν ασύμμετρα τις δυνάμεις τους και συχνά παρεξηγούνται. Να τη δείτε οπωσδήποτε.


Συντελεστές
Σκηνοθεσία-Μετάφραση: Κατερίνα Ευαγγελάτου
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Mουσική Σύνθεση- Sound Design: Αλέξανδρος – Δράκος Κτιστάκης
Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Σχεδιασμός Βίντεο: Παντελής Μάκκας
Ηχητικός σχεδιασμός: Ηλίας Φλάμμος
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Πρωταγωνιστούν:
Στεφανία Γουλιώτη
Νίκος Χατζόπουλος
Αμαλία Νίνου
Κίττυ Παϊταζόγλου
Μαριάννα Δημητρίου
Aurora Marion
Λευτέρης Πολυχρόνης
Νίκη Σερέτη
Σταύρος Καλλιγάς
Αλίκη Ανδρειωμένου
και η Ζωή Ρηγοπούλου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μελίνα Φορτετσανάκη
Β’ Βοηθοί Σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Πάνου, Μιχαέλα Σαραντινοπούλου
Βοηθός Σκηνογράφου: Μαρία Καλοφούτη
Βοηθός Ενδυματολόγου: Ειρήνη Γεωργακίλα
Χειριστής Κάμερας: Χρήστος Κέκες
Ενδύτρια: Μαρία Τσακίρη
Σχεδιασμός Κομμώσεων: Κωνσταντίνος Κολιούσης
Σχεδιασμός Μακιγιάζ: Τεό Ζωγραφάκι
Περούκες: Στέφανος Βασιλάκης
Κατασκευή γυναικείων κοστουμιών: Ευαγγελία Τσιούνη
Κατασκευή ανδρικών κοστουμιών: Γιώργος Παρλιάρος
Ειδικές κατασκευές: Αλέξανδρος Λόγγος
Φωτογραφίες Promo: Έφη Γούση
Φωτογραφίες Προγράμματος: Πηνελόπη Γερασίμου
Βοηθός Φωτογράφου: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Trailer: Γρηγόρης Πανόπουλος
Βοηθός οπερατέρ: Ραφαήλ Σαμαράς
Κομμώσεις τρέιλερ: Ιδομενέας Μιχαλοδημητράκης
Βοηθός Κομμωτή: Γιάννης Τσιανάκας
Διεύθυνση Παραγωγής: Κωνσταντίνα Αγγελέτου
Οργάνωση Παραγωγής: Ξένια Καλαντζή
Βοηθοί Παραγωγής: Πανούτσι Μαργέλος, Ντίνα Ντεμπέμπε
Υποστήριξη παραγωγής «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Κατερίνα Λιακοπούλου
Υπεύθυνη τμήματος εισιτηρίων «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Στέλλα Μαυροειδή
Λογιστήριο «ΛΥΚΟΦΩΣ»: Γιώργος Αναγνώστου
Παραγωγή: Πολιτιστικός Οργανισμός «Λυκόφως» – Γ. Λυκιαρδόπουλος

 

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr