fbpx

Είδαμε το Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία – Κριτική της Παράστασης

«Το “Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία” του Ροζέ Βιτράκ  παρουσιάζεται στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου. Είναι ένα έργο που κατέχει μια μοναδική θέση στον παγκόσμιο θεατρικό χάρτη, ως ένα από τα ελάχιστα δραματικά έργα που γεννήθηκαν από τα σπλάχνα του σουρεαλιστικού κινήματος — ένα έργο-παιδί του ονείρου, του παραλόγου και της επανάστασης απέναντι στην ασφυκτική λογική του κόσμου.

  • Κριτική Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία Δημοσίευσης 26/5/2025

Ο Ροζέ Βιτράκ υπήρξε διακεκριμένο μέλος των σουρεαλιστών μέχρι τη στιγμή που άρχισε να γράφει θεατρικά έργα. Μαζί με τον Αντονέν Αρτώ και τον Ρομπέρ Αρόν ίδρυσε το Théâtre Alfred Jarry (1926–1930), έναν θεσμό ριζοσπαστικής θεατρικής ανατροπής, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πλέον επαναστατικές θεατρικές πρωτοβουλίες του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Η δημιουργία του θεάτρου αυτού και η θεατρική του δράση οδήγησαν τελικά στον αποκλεισμό του Βιτράκ από τον στενό σουρεαλιστικό κύκλο – γεγονός ενδεικτικό της έντασης ανάμεσα στον ιδεολογικό ριζοσπαστισμό των σουρεαλιστών και στη θεατρική πράξη ως μορφή επικοινωνίας με το κοινό.

Ωστόσο, παρά τον αποκλεισμό του, το έργο του Βικτόρ ή τα Παιδιά στην Εξουσία, που παρουσιάστηκε στις 24 Δεκεμβρίου 1928, φέρει ανεξίτηλα τα χαρακτηριστικά του σουρεαλισμού. Ακόμα και αν δεν μπορούμε να το κατατάξουμε πλήρως ως σουρεαλιστικό δράμα, είναι αναμφίβολα διαποτισμένο με την αισθητική και τις ανατρεπτικές τεχνικές του ρεύματος.

Αν ρίξει κανείς μια πρώτη ματιά στον κατάλογο των χαρακτήρων, το έργο θα μπορούσε να θεωρηθεί μια τυπική αστική κωμωδία, από αυτές που κατέκλυζαν τα παρισινά θέατρα της εποχής. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής, ο Βικτόρ, που υποτίθεται ότι γιορτάζει τα ένατά του γενέθλια, έχει ύψος 1,80 (!) είναι η πρώτη ξεκάθαρη ένδειξη πως δεν πρόκειται για ρεαλιστική απεικόνιση της αστικής ζωής αλλά για μια υπερβατική παρωδία της.

Από την πρώτη κιόλας σκηνή, το έργο αποδομεί τις κοινωνικές και ηθικές συμβάσεις με διαδοχικές προκλήσεις: ο Βικτόρ χειραγωγεί τη δούλα, σπάει ένα πολύτιμο βάζο και την κατηγορεί ότι παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες στους εργοδότες της. Η επίφαση της αστικής ευπρέπειας καταρρέει μέσα σε λίγα λεπτά. Η συνομιλία μεταξύ υπηρέτριας και παιδιού επιβεβαιώνει την πλήρη αντιστροφή των ρόλων και την αποδόμηση κάθε σταθεράς:

ΛΙΛΙ: «Ο Βικτόρ τρελάθηκε. Ένα παιδί δεν φέρεται έτσι.»

ΒΙΚΤΟΡ: «Δεν υπάρχει παιδί εδώ. Δεν υπήρξε ποτέ!»

Το έργο παρουσιάζει έναν κόσμο απογυμνωμένο από αξίες, όπου οι ενήλικες μιλούν με αποσπάσματα από την Εγκυκλοπαίδεια Larousse, όλοι μιλούν ταυτόχρονα και συμπεριφέρονται σαν παιδιά. Ο Βικτόρ παίζει ιππασία με τον στρατηγό που έχουν καλέσει για δείπνο, οι γονείς εκφράζουν δημοσίως τις σεξουαλικές τους επιθυμίες και απατούν ο ένας τον άλλον μπροστά στα παιδιά τους, και η μόνη αυθεντική συγκίνηση του Βικτόρ έρχεται από μια γυναίκα, την Ίντα, που εμφανίζεται τυχαία και φεύγει αφού… αφήσει ήχους κενώσεως.

Αυτό το εσκεμμένα παράλογο σκηνικό δεν είναι απλώς σατιρικό – αποτελεί την έκφραση της βαθύτερης φιλοσοφίας του σουρεαλισμού, σύμφωνα με την οποία η ζωή δεν είναι παρά ένα όνειρο, μια παραίσθηση ή κατάσταση υπνωτισμού. Το θεατρικό ύφος του Βιτράκ συγγενεύει με το θέατρο του παραλόγου που θα αναδυθεί αργότερα, με συγγραφείς όπως ο Ιονέσκο και ο Μπέκετ. Ωστόσο, η δική του προσέγγιση δεν επιδιώκει τη μεταφυσική αγωνία αλλά την καταγγελία της υποκρισίας της αστικής κοινωνίας και την απελευθέρωση του ασυνείδητου. Το έργο Βικτόρ ή τα Παιδιά στην Εξουσία είναι ένα καίριο πλήγμα στον καθωσπρεπισμό, μια σουρεαλιστική κριτική της οικογένειας, της εξουσίας και της γλώσσας. Χρησιμοποιεί το θέατρο όχι ως μέσο αναπαράστασης αλλά ως πεδίο ανατροπής. Μέσα από το γέλιο, την πρόκληση και την παράνοια, ο Βιτράκ μετατρέπει την παιδική ηλικία σε όχημα αποκάλυψης της κοινωνικής παθολογίας και επιβεβαιώνει ότι το θέατρο μπορεί να είναι βαθιά πολιτικό ακόμη και όταν αρνείται τις δομές του.

Η σκηνοθεσία του Κώστα Παπακωνσταντίνου αποτελεί μια δυναμική και ευρηματική ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου και αναδεικνύει τον σουρεαλιστικό χαρακτήρα του έργου, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που συνδυάζει το κωμικό με το τραγικό. Η χρήση λιτών σκηνικών (Βίκυ Πάντζιου) και καλαίσθητων κοστουμιών (Βασιλική Σύρμα) ενισχύει την αίσθηση του παραλόγου και της αποξένωσης.

Η σκηνοθεσία του Παπακωνσταντίνου ξεχωρίζει για την πολύ δουλεμένη χορογραφία της (έξοχη η κινησιολογία από τον Ηλία Χατζηγεωργίου), στήνοντας μια αρμονικά δεμένη ομάδα, που κινείται σαν μουσικό κουρδιστό όργανο, ζωντανεύοντας με πάθος, λεπτό χιούμορ και αληθινή προσήλωση το παράξενο σύμπαν του έργου.

Ο Μάνος Καρατζογιάννης, στον ρόλο του Βικτόρ, ιδανικός ερμηνευτής αντισυμβατικών ηρώων, αποδίδει με εντυπωσιακή ευαισθησία τον χαρακτήρα ενός παιδιού που, στα εννιά του χρόνια, διαθέτει την ευφυΐα και την οξυδέρκεια ενός ενήλικα. Η ερμηνεία του ισορροπεί ανάμεσα στην παιδική αθωότητα και την ώριμη σκληρή κριτική ματιά, αποκαλύπτοντας τις υποκρισίες και τα ψέματα του κόσμου των ενηλίκων.

Οι υπόλοιποι ηθοποιοί του θιάσου αποδίδουν με συνέπεια και βάθος τους ρόλους τους, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ενιαίου και συνεκτικού σκηνικού – και χορογραφικού σύμπαντος.

Απόλυτα συμμετρική επί σκηνής με το Μάνο Καρατζογιάννη και με στοχευμένη ερμηνεία η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη ως Εστέρ. Εκφραστικότατη και με ιδιαίτερη αίσθηση αυτοσαρκασμού και κωμικότητας η Νεκταρία Γιαννουδάκη , σε μια ερμηνεία που συνδυάζει την κοινωνική επιτήδευση με τον ναρκισσισμό της ηρωίδας της.

Ο Θανάσης Χαλκιάς υποδύεται τον πατέρα του Βικτόρ, Σαρλ, με μια ερμηνεία που αναδεικνύει από τη μια την πατρική αυστηρότητα και την αδυναμία κατανόησης του παιδιού του, αλλά και τη φαιδρότητα του κοινωνικού καθωσπρεπισμού του. Ο Δημήτρης Φραγκιόγλου υποδύεται τον Στρατηγό, έναν αχαλίνωτο και γραφικό χαρακτήρα, με μια ερμηνεία που συνδυάζει την κωμική υπερβολή με την κοινωνική σάτιρα. Η παρουσία του στη σκηνή προσφέρει στιγμές γέλιου και προβληματισμού.

Έξοχη η Τζίνη Παπαδοπούλου στο ρόλο της μητέρας του Βικτόρ. Η παρουσία της στη σκηνή προσδίδει βάθος στον χαρακτήρα, αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις της μητρικής φιγούρας. Η Αγγελική Μαρίνου ενσαρκώνει την Ίντα, μια γοητευτική κυρία με εντερικά προβλήματα, με μια ερμηνεία που αποκαλύπτει την κοινωνική υποκρισία και την επιφανειακή ευγένεια. Η σκηνική της παρουσία προσδίδει μια ειρωνική διάσταση στην παράσταση.
Η Μαριάννα Ντίρου υποδύεται τη Λιλή, με χιούμορ και εξωστρέφεια, αναδεικνύοντας και τη σύγκρουση που φέρνει η κατώτερη θέση της.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Θανάση Βλαβιανό, ο οποίος, στον ρόλο του Αντουάν Μανιώ, καταφέρνει να συνδυάσει την ιλαρότητα με την τραγικότητα, προκαλώντας το γέλιο και τη συγκίνηση του κοινού.

Η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα και οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη συμπληρώνουν αρμονικά την παράσταση, ενισχύοντας την ατμόσφαιρα και υπογραμμίζοντας τα δραματουργικά σημεία.

Συνολικά, η παράσταση «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» στο Θέατρο Σταθμός αποτελεί μια επιτυχημένη και επίκαιρη αναβίωση ενός έργου που, παρά το πέρασμα του χρόνου, ξετυλίγει, με ακρίβεια και φαντασία, σκηνικά σύμπαντα που, αν και μετατοπισμένα στον χωροχρόνο, καθρεφτίζουν με τόλμη και βάθος την πολιτισμική και κοινωνική μας αλήθεια.

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr