Σε διάλογο με τις ιδέες που διαμορφώνουν τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία και αναδεικνύονται μέσα από το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, ο φετινός κύκλος δημόσιων συζητήσεων στο Φεστιβάλ Αθηνών , Πειραιώς 260, τοποθετεί στο κέντρο του την έννοια της επιμονής – μιας θαυμαστής ατομικής και συλλογικής επιμονής, που ξεδιπλώνεται απέναντι σε ηγεμονικούς λόγους, κοινωνικοοικονομικές κρίσεις και οικολογικές καταστροφές. Ο κύκλος συζητήσεων παίρνει θέση, προσπαθώντας να ιχνηλατήσει τις θετικές πλευρές της επιμονής ως απελευθερωτικού και κριτικού λόγου.
Στη δεύτερη συνάντηση του κύκλου δόθηκε έμφαση στο τρίπτυχο σώμα/βίος/βιογραφία. Στο κέντρο των πολιτικών της ζωής που η σύγχρονη θεωρία ονομάζει «βιοπολιτικές», το σώμα είναι σήμερα πεδίο αναπαραγωγής (και εξέλιξης των τεχνικών) της εξουσίας, όσο, ταυτόχρονα, γίνεται συχνά και το εργαστήριο οργάνωσης μορφών αντίδρασης και αντίστασης.

Η Αμαλία Αρσένη, συμμετείχε στη δεύτερη συζήτηση με θέμα “Σώμα, βίος, βιογραφία”. Η ομιλία της, μέρος της οποίας παρουσιάζεται στη συνέχεια, είναι ένα υφαντό λόγου, όπου το προσωπικό γίνεται πολιτικό, και το σώμα αναδεικνύεται ως έδαφος αντίστασης και μαρτυρίας. Ξεκινώντας από τη θεωρητική αφετηρία της βιοπολιτικής, η Αμαλία Αρσένη μεταφέροντας τις έννοιες του Φουκώ και των επιγόνων του στο πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, μιλά για το σώμα, τη ζωή, τη φωνή, ως εργαλεία διεκδίκησης. Η ομιλία δεν περιορίζεται στη σκέψη· Από τις αφηρημένες έννοιες της επιτήρησης και της καταστολής, περνά στην απτή, σπαρακτική αλήθεια του βασανισμένου σώματος της Κίττυς Αρσένη. Εκεί όπου η θεωρία αποκτά σάρκα και πληγή. Στον πυρήνα της ομιλίας αντηχεί μια ακλόνητη πεποίθηση: ότι το να αφηγείσαι, να θυμάσαι, να μαρτυρείς, είναι ίσως η πιο γενναία πράξη αντίστασης απέναντι στη λήθη και την κανονικότητα. Κι έτσι, ο λόγος αυτός δεν είναι απλώς φόρος τιμής στην Κίττυ Αρσένη· είναι μια κραυγή ενάντια στη σιωπή, μια τρυφερή αλλά αμείλικτη υπενθύμιση πως «κάθε ζωή αξίζει».
Η ομιλία γίνεται με αφορμή την παρουσίαση , τον ερχόμενο μήνα, της παράστασης “Μπουμπουλίνας 18” , βασισμένης στο βιβλίο της Κίττυ Αρσένη, που αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά και αναγνωρίσιμα κείμενα της Μεταπολίτευσης, Η μαρτυρία της Αρσένη εκδόθηκε το 1975 σφραγίζοντας με τον τίτλο Μπουμπουλίνας 18 μια ολόκληρη εποχή.
Ακολουθεί ενα απόσπασμα της χτεσινής ομιλίας της Αμαλίας Αρσένη, ανηψιάς της Κίττυ Αρσένη, στο Φεστιβάλ Αθηνών:
“Ας ξεκινήσουμε με ένα παράδοξο: ποτέ άλλοτε το σώμα δεν ήταν τόσο ορατό στον δημόσιο λόγο – και ταυτόχρονα τόσο πειθαρχημένο, τόσο εκτεθειμένο στην εξουσία όσο σήμερα. Ζούμε σε μια εποχή όπου το σώμα παρακολουθείται, κατηγοριοποιείται, βιομετρείται, βελτιστοποιείται. Από τους κανόνες του φύλου και της εμφάνισης, μέχρι τη βιοϊατρική, την επιτήρηση και την αστυνόμευση, το σώμα δεν είναι πια μια ιδιωτική υπόθεση. Είναι πεδίο άσκησης εξουσίας. Ένα σώμα που δεν μας ανήκει ολοκληρωτικά – ενα σωμα που υπακούει, διαπραγματεύεται, αποκλίνει, τιμωρείται.
Αλλά το σώμα δεν είναι μόνο αντικείμενο ελέγχου. Είναι και υποκείμενο δράσης. Είναι ο πρώτος τόπος όπου μπορεί να γεννηθεί η αντίσταση – με την απλή απόφαση να σταθεί, να αρθρώσει, να εκτεθεί.
Το σώμα μπορεί να γίνει η σκηνή της επιμονής: εκεί όπου κάποιος ή κάποια επιλέγει να μην εξαφανιστεί, να μην σωπάσει, να μην συμμορφωθεί. Το σώμα που μιλάει, που χορεύει, που μαρτυρά, που φέρει μνήμη – γίνεται εργαστήριο αντίδρασης. Όταν το σώμα επιμένει να υπάρχει όπως είναι, διακόπτει τον κανόνα.
Και από το σώμα, περνάμε στον βίο. Η ζωή δεν είναι απλώς βιολογική λειτουργία. Είναι σχέση με τον χρόνο, με την κοινωνία, με τον άλλον. Είναι ιστορία. Είναι μορφή. Και η ανάγκη να αφηγηθούμε αυτή τη ζωή – να την χαράξουμε, να την μοιραστούμε, να την μαρτυρήσουμε – είναι πράξη βαθιά πολιτική.
Η βιοπολιτική, όπως την ονόμασε ο Φουκώ και την ανέλυσαν οι συνεχιστές του, δεν διαχειρίζεται απλώς τα σώματα, αλλά τις ίδιες τις ζωές: ποιες αξίζουν να ζήσουν, ποιες θεωρούνται κανονικές, ποιες μπορούν να θρηνηθούν. Έτσι, η αφήγηση του βίου αποκτά νόημα αντιπαραθετικό – είναι η επιμονή να δηλωθεί ότι καθε ζωή έχει σημασία.
Και κάπου εδώ αναδύεται η βιογραφία – ή μάλλον η βιο-γραφή. Η πράξη του να γράφεις ή να αφηγείσαι τη ζωή σου δεν είναι απλώς μια προσωπική εξομολόγηση. Είναι διεκδίκηση θέσης. Είναι επιμονή στη μνήμη, στη μαρτυρία, στην ορατότητα. Σε έναν κόσμο που αποκλείει, περιθωριοποιεί, αποσιωπά, η πράξη της βιο-γραφής είναι μια ριζική μορφή αντίστασης. Είναι δήλωση παρουσίας εκεί όπου η εξουσία έχει επιβάλει απουσία.
Όταν γράφουμε ή αφηγούμαστε τη ζωή μας, διεκδικούμε κάτι πιο βαθύ από μια απλή αφήγηση: διεκδικούμε το δικαίωμα να θεωρηθεί η ζωή άξια, πολύτιμη, αναγκαία. Η επιμονή γίνεται έτσι πολιτική πράξη: ένα «όχι» στη λήθη, ένα «ναι» στη μνήμη, στην ατομική εμπειρία ως τεκμήριο.
Αλλά δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι και κοινωνική. Η επιμονή στη βιο-γραφή δημιουργεί κοινότητες. Όταν μοιραζόμαστε τις ιστορίες μας, δεν λέμε μόνο «εγώ έζησα αυτό» – λέμε και «μήπως κι εσύ;». Φτιάχνουμε γέφυρες εμπειρίας, ενσυναίσθησης, αναγνώρισης. Ιδίως για εκείνες τις ζωές που έχουν συστηματικά απαξιωθεί: τις ζωές των γυναικών, των προσφύγων, των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, των φτωχών, των ατόμων με αναπηρία.
Και βεβαίως, η επιμονή έχει και πολιτισμική λειτουργία. Οι επίμονες αφηγήσεις σπάζουν τα “μεγάλα αφηγήματα”. Εισάγουν ρωγμές στον λόγο της ομοιογένειας.
Η βιογραφία και η αυτοβιογραφία λειτουργούν σαν χαράγματα ( ruptures) στο τοπίο του πολιτισμού: υπενθυμίζουν την ποικιλομορφία, τη ρωγμή, την ατομική φωνή ως αρχειακό υλικό. Ο πολιτισμός δεν είναι πια η ιστορία των νικητών. Είναι ένα μωσαϊκό από φωνές, από μαρτυρίες, από αποκλίσεις.
Τελικά, η επιμονή στη βιο-γραφή, στη φωνή, στο σώμα, στον βίο, είναι ίσως ο πιο απλός – και ο πιο ριζοσπαστικός – τρόπος να πούμε: «Κάθε ζωή αξίζει». Κάθε ζωή που εμπνέει, που κάνει τον κόσμο καλύτερο, διορθώνει τα κακώς κείμενα και επιδιώκει την αλλαγή αξίζει να ειπωθεί, να γίνει ιστορία. Να γίνει μαρτυρία.
Θα ήθελα τώρα να μιλήσω συγκεκριμένα για μια σπουδαία γυναίκα: την Κίττυ Αρσένη. Την θεία μου. Δεν θα ήθελε να την χαρακτηρίζω σπουδαία, θα θύμωνε πολύ μαζί μου, γιατί την υπέρβαση εκείνη την ονόμαζε ανθρώπινο χρέος. Αλλά πόσοι άνθρωποι σηκώνουν αυτό το χρέος; Πόσοι το κουβαλούν αθόρυβα, χωρίς να ζητούν τίποτα, χωρίς να εξαγοράζουν τον πόνο τους με θέσεις ή τίτλους; Η Κίττυ Αρσένη, δεν ήθελε ποτέ να γίνει σύμβολο. Ήθελε να ζει με συνέπεια, με εσωτερική ευθύνη, με σεβασμό στη συλλογική μνήμη και στην προσωπική αλήθεια. Ήξερε πως η σιωπή έχει βάρος, πως η μαρτυρία δεν είναι θεαματική πράξη αλλά καθημερινή στάση. Η ζωή της ήταν μια διαρκής πράξη αντίστασης – όχι μόνο απέναντι στη βία και την εξορία, αλλά και απέναντι στην ευκολία. Κι αυτή η επιμονή της στο ουσιώδες, στο δύσκολο, είναι που την καθιστά—παρά τη θέλησή της—πραγματικά σπουδαία. Προχωρώ.
Η Κιττυ Αρσενη ήταν η πρώτη γυναίκα μάρτυρας που κατέθεσε στο Συμβούλιο της Ευρώπης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου κατά της Χέοντας των Συνταγματαρχιών. Το ίδιο της το σώμα ήταν ένα τεκμήριο αλήθειας – φέροντας τα ίχνη του βασανισμού, όχι ως μέσο εντυπωσιασμού, αλλά ως σιωπηλή, αδιάψευστη μαρτυρία. Η εμπειρία της στη φυλακή όπου έμεινε για 90 ημέρες καταγράφεται στο βιβλίο της Μπουμπουλίνας 18 γραμμένο όσο ταξίδευε στο Στρασβούργο για να μιλήσει για όσα υπέστη, για όσα είδε, για όσα βίωσε. Μια επίπονη και δύσκολη διαδικασία ” έκθεση βασανιστηρίων και παθημάτων ” όπως την ονομάζει η ίδια. Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την έκδοση αυτού του βιβλίου. Και αναρωτιέται κανείς πόσοι ακόμα αντέχουν να επιμένουν σε μια ιδέα; πόσοι είναι διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους για την έννοια της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης; πόσοι αντέχουν να παλέψουν με το status quo και να μπουν στην πρώτη γραμμή της μάχης;
Η Κιττυ ήταν μια γυναίκα- και τονίζω το γυναίκα γιατί αυτό έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία, – που πέρασε από τα βασανιστήρια και τη φυλακή στο κολαστήριο της οδού Μπουμπουλίνας.
Αλήθεια πόσο εύκολο είναι να μιλήσει μια γυναίκα για όσα υπέστη; Τι γλώσσα χρησιμοποιεί; Πως πλάθει τις εικόνες; Πως ανασύρει από την μνήμη κάθε τι που πονά;
Ναι η μαρτυρία αυτή πονάει. Δεν είναι απλώς μια αφήγηση γεγονότων, αλλά μια επιστροφή στο σώμα της εμπειρίας, μια εκ νέου βίωση όσων προσπάθησες να αντέξεις και να ξεχάσεις ταυτόχρονα. Πονάει γιατί σε ξεγυμνώνει – όχι μπροστά στους άλλους, αλλά πρώτα απέναντι στον εαυτό σου. Η Κίττυ το ήξερε αυτό καλά. Ήξερε ότι η αλήθεια δεν είναι λογοτεχνία, είναι πληγή. Και όταν, τελικά, αποφάσισε να την ξεσκεπάσει, το έκανε όχι για να λυπηθούμε, αλλά για να θυμηθούμε. Και για να τα πει όπως εκείνη τα έζησε. Η μαρτυρία της δεν αποτελεί απλώς τεκμήριο της Ιστορίας, αλλά πράξη λογοδοσίας, όχι μόνο απέναντι στους βασανιστές ή την κοινωνία, αλλά και απέναντι στις επόμενες γενιές.
Το σώμα της στη μαρτυρία αυτή γίνεται πολιτικό αρχείο. Ένας τόπος όπου γράφτηκαν οι τεχνικές της εξουσίας, αλλά και οι μορφές της αντίστασης.
Ένα παράδειγμα σώματος που έχει βιώσει την κρατική βία, την πειθάρχηση, την απόπειρα εξαφάνισης. Το βασανιστήριο, ως ακραία μορφή σωματικής και ψυχικής βίας, δεν λειτουργεί μόνο ως μέσο καταστολής, αλλά και ως μηχανισμός αποσιώπησης και ελέγχου της μνήμης και της αλήθειας. Στην περίπτωση της Κίττυς, η επιμονή της να μαρτυρήσει—παρά τον πόνο, την απομόνωση και τη φυλάκιση—μετατρέπει το σώμα της σε πεδίο πολιτικής αντοχής.
Η εξουσία προσπάθησε να γράψει πάνω της με πόνους, σιωπή, φόβο. Όμως το σώμα της επέμεινε.
Δεν εξαφανίστηκε. Δεν παραδόθηκε στη λήθη.
Δεν εχω μετρήσει πόσες φορές ακούγεται η φράση “θα αντέξω ” στο βιβλίο της αλλά πιστέψτε με είναι πολλές.
Και ακριβώς αυτό είναι πολιτική επιμονή: όταν το σώμα παραμένει, επιβιώνει, κουβαλάει γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά παρά να αντέξει, να αντισταθεί γιατί όπως είπε και η ίδια σε μια συνέντευξη στη Γαλλικη Le Monde “απλα έτσι γίνεται.”
Αλλά στο παράδειγμα της Κίττυς, βλέπουμε πως η επιμονή δεν είναι μόνο η αφήγηση, η μαρτυρία, η παραδοχή. Είναι η σιωπή που δεν συνθηκολογεί.
Αλλά και ο τρόπος που κάποιος ζει μετά την καταστροφή.
Πως κρατάει τον εαυτό του, χωρίς να χρειάζεται να εκτεθεί για να αποδείξει τίποτα. Που δεν “κάθεται στα πράγματα” για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση της. Η Κιττυ έζησε, ‘o,τι έζησε , βασανίστηκε όπως βασανίστηκε αλλά συνέχισε τη ζωή της. Επέμεινε στην ακεραιότητα της εμπειρίας της, χωρίς να τη διαπραγματευτεί, χωρίς να την εξωραΐσει ή να την εμπορευματοποιήσει. Επέμεινε στο δικαίωμα να ορίζει η ίδια τον τρόπο και τον χρόνο της μαρτυρίας της — ή ακόμα και τη σιωπή της. Αυτή η επιμονή είναι μια βαθιά πολιτική πράξη: όχι μόνο αντίστασης, αλλά και αξιοπρέπειας.
Κλείνοντας σε ένα πιο προσωπικό τόνο, εν όψει της παράστασης μας στα μέσα Ιουλίου θέλω να μιλήσω για τη δική μου επιμονή ως ηθοποιός- και ανηψιά- να γίνει το βιβλίο αυτό παράσταση. Αυτή η επιμονή είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια προσπάθεια· είναι κάθαρση, μια πλήρωση, η εκπλήρωση μιας βαθιάς επιθυμίας να τιμήσω και να κρατήσω ζωντανή τη μνήμη της Κίττυς. Μετά από 12 χρονια που παλεύω μέσα μου με το βάρος της ευθύνης, της αγάπης και του σεβασμού, καταλαβαίνω πως η δική μου επιμονή, η προσωπική μου ανάγκη να γίνει αυτή η παράσταση δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να μείνω κοντά της — να κρατήσω ανοιχτό έναν διάλογο σιωπής και μνήμης, μέχρι να βρω τη συνθήκη που να είναι αντάξια της.
Αλλά πέρα από τη δική μου προσωπική διαδρομή, πιστεύω πως σήμερα, περισσότερο από ποτέ, οι καλλιτέχνες έχουμε χρέος να επιμένουμε — να επιμένουμε στην αλήθεια, στη μνήμη, στην ελευθερία. Να εμπνεόμαστε από τους ανθρώπους που πάλεψαν και πόνεσαν για να μας παραδώσουν έναν κόσμο καλύτερο. Να αντιδρούμε και να μιλάμε για όσα γίνονται γύρω μας, να μην αφήνουμε τη σιωπή και τη λήθη να νικήσουν. Όπως είπε ο Πάμπλο Πικάσο, «Η τέχνη είναι το ψέμα που μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την αλήθεια». Και είναι αυτή η αλήθεια που πρέπει να υπερασπιζόμαστε με θάρρος, με φωνή και με σώμα — γιατί αυτό είναι το αληθινό χρέος του καλλιτέχνη και του θεάτρου: να φωτίζει τα σκοτάδια και να κρατά ζωντανή τη φλόγα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας”.
* Η παράσταση Μπουμπουλίνας 18, θα παρουσιαστεί στην Πειραιώς 260 – Χώρος Β , 13 – 16 Ιουλίου, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη.