fbpx

Είδαμε τα “Παιχνίδια στη σοφίτα” στο θέατρο Χυτήριο – Κριτική της Παράστασης

Το φροϋδικό, βραβευμένο έργο της Λίλλιαν Χέλλμαν «Παιχνίδια στη σοφίτα» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Θέατρο Χυτήριο – Σημείο Πολιτισμού, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν.

Δύο αδελφές που ζουν μαζί στην Αμερική, μιας και ποτέ τους δεν παντρεύτηκαν, καλλιεργούν και συγχρόνως απεχθάνονται την εξάρτηση του αδερφού τους, Τζούλιαν, απ’ αυτές. Η μεγάλη έκπληξη έρχεται, όταν εκείνος ξαφνικά επιστρέφει σπίτι μ’ ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, το οποίο μυστηριωδώς έχει αποκτήσει, συνοδευόμενος από τη συναισθηματικά ασταθή σύζυγό του Λίλυ και την απόμακρη και αριστοκρατική μητέρα της Άλμπερτιν. Οι αδελφές Κάρρι και Άννα ξαφνικά διαπιστώνουν πως η θέση εξουσίας που πάντα κατείχαν πάνω του χάνει την ισορροπία της και η ζωή τους βυθίζεται στο χάος.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου


Η οικογενειακή ζωή είναι μια αποπνικτική υπόθεση στο έργο της Χέλλμαν, και οι σχέσεις μεταξύ των αδερφών βασίζονται στη θέληση για συναισθηματικό κανιβαλισμό. Αντικαθιστούν την αγάπη με την κατοχή, και από τους καρπούς της ιδιοκτησίας η ευτυχία δε βρίσκει ποτέ διέξοδο. Αυτή η ιδέα τροφοδοτεί τη βαθιά καρδιά του «Toys in the Attic», του τελευταίου θεατρικού έργου της Χέλλμαν. Γραμμένο το 1960, 21 χρόνια αφότου οι «Μικρές αλεπούδες» εξερεύνησαν την καταστροφική έχθρα των αδερφών Hubbard, η τελευταία θεατρική προσπάθεια της Χέλλμαν προσφέρει μια ακόμη πιο θλιβερή ανάμνηση της οικογένειας του 20ού αιώνα. Στα έργα της Χέλλμαν, η σχέση αδελφού-αδερφής δεν είναι πάντα μια απλή αγάπη, αλλά μια μάλλον περίπλοκη σχέση όπου οι εντάσεις γίνονται αισθητές και υπάρχουν υπόγεια ρεύματα αντιπάθειας, φθόνου, απληστίας και ακόμη και αιμομιξίας.

hellman paixnidia sti sofita

Στα Παιχνίδια στη σοφίτα  το μοτίβο της σχέσης αδελφού-αδερφής είναι περίπλοκο και κυρίαρχο. Το έργο θεωρείται το «πιο ανάγλυφο και πολύπλοκο έργο της Χέλλμαν – όχι λόγω της περίπλοκης πλοκής, αλλά λόγω του πολυεπίπεδου, συχνά διφορούμενου χαρακτηρισμού. Είναι μια ιστορία μιας περίεργης σχέσης αγάπης-μίσους ανάμεσα σε δύο αδερφές, την Άννα και την Κάρι, και τον νεαρό αδερφό τους Τζούλιαν που πάντα εξαρτιόταν από τις αδερφές του για οικονομική και ηθική υποστήριξη. Αυτό το «παιδί-άνδρας» έχει τα δικά του όνειρα να κάνει τις μεγαλύτερες αδερφές του περήφανες για αυτόν. Η Χέλλμαν δεν ενδιαφερόταν για το τι κάνουν οι χαρακτήρες, όσο την ενδιέφεραν τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις τους, καθώς οι χαρακτήρες ενεργούσαν από παρόρμηση για να προστατεύσουν έναν κόσμο φαντασίας και αυταπάτης, δικής τους κατασκευής που έγινε επιτακτική ανάγκη για την επιβίωσή τους. Χρησιμοποιούν τα ψέματά τους για να κρύψουν την ασχήμια και για να ωραιοποιήσουν ένα κατά τα άλλα πικρό status quo. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι οι δυο αδερφές σχεδιάζουν πάντα ένα ταξίδι στην Ευρώπη, ως διέξοδο, ίσως κατά τον τρόπο που οι τρείς αδερφές του Τσέχωφ είχαν ως καταφύγιο τη Μόσχα.

Το τραγικό ελάττωμα του αδερφού, όπως και το δικό τους, είναι ότι αποτυγχάνει να αλλάξει, αποτυγχάνοντας έτσι να μεγαλώσει, δηλαδή να ωριμάσει. Τον στοιχειώνουν ακόμα τα όνειρα του μικρού αγοριού να κάνει τις αδερφές του περήφανες για αυτόν. Μέσα από την αποκάλυψη της πλοκής, ανακαλύπτεται ότι το πραγματικό πρόβλημα με αυτούς τους χαρακτήρες βρίσκεται στη σύγκρουση μεταξύ του πραγματικού τους εαυτού και της αυταπάτης στην οποία έχουν παγιδευτεί. Οι άνθρωποι, για πολλούς σημαντικούς και ασήμαντους λόγους, επιλέγουν πολύ συχνά τον συμβιβασμό ή το ψέμα, κάτι που αναδεικνύεται σε βασικό στοιχείο του έργου της Χέλλμαν. Ο τίτλος είναι επίσης άκρως ποιητικός και συμβολικός. Αυτά τα τρία αδέρφια παραμένουν ψυχολογικά – παιδιά. Προσκολλώνται σε «παιχνίδια» ή παλιές αναμνήσεις και ένα μέλλον απραγματοποίητων ονείρων. Σε μια σοφίτα, οι άνθρωποι αποθηκεύουν πράγματα που χρησιμοποιούνται σπάνια, πράγματα που αγαπιούνται από καιρό αλλά δεν χρησιμοποιούνται πια.

Η δραματουργική επεξεργασία και η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κοέν, που επιστρέφει στη Hellman μετά τους Ψιθύρους, αποτύπωσαν ένα μυστηριώδες περιβάλλον.  Ο σκηνοθέτης έστησε τις σκηνές του έργου χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, διατηρώντας τις ισορροπίες ανάμεσα στο πνεύμα της συγγραφέως και στις τρομακτικές μεταπτώσεις των ηρώων της. Επέλεξε, κυρίως στις συζητήσεις των δυο αδερφών έναν ήπιο φορμαλισμό, για να τονίσει την αφοσίωση τους στην επιτήδευση της αλήθειας και την εμμονή τους σε μια επιφανειακή, κενή περιεχομένου, ζωή. Ταυτόχρονα ενίσχυσε τη σκοτεινή και κάπως γκοθ και θριλερική ατμόσφαιρα του έργου κλιμακώνοντας με ημιτόνια τις τραγικές καταστάσεις, δημιουργώντας ένα όμορφα εικαστικά θέαμα που ακροβατεί ανάμεσα στο μοιραίο και το πραγματικό.  Ίσως θα θέλαμε, λόγω και της ιδιαιτερότητας του χώρου να κατέβαζε λίγο τις εντάσεις του λόγου και της μουσικής, ώστε να γίνεται και η σκηνική και η συναισθηματική μετάβαση πιο ομαλά. Η συνολική σκηνική σύλληψη, συμπεριλαμβανομένου και του εικαστικού μέρους, παρέπεμψε σε ένα αινιγματικό, σκοτεινό τοπίο, όπου η ίντριγκα , η αυταπάτη και ο ερωτισμός συνυφαίνονται με εντάσεις.

Με έμφυτη κομψότητα και τρομερό μέτρο η Θεοδώρα Σιάρκου απέδωσε την Κάρι με τις λεπτές συναισθηματικές εκφάνσεις, με υποκριτική ευκρίνεια και ελεγχόμενη ένταση, δημιουργώντας έναν χαρακτήρα μυστικοπαθή, αλλά και παθιασμένο. Η Κάρι της είναι τραγική και αξιολύπητη γιατί δεν έχει επίγνωση της υποδούλωσης της στον Τζούλιαν και δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει. Και όταν προσπαθεί απεγνωσμένα να παγώσει την εικόνα του όπως θα ήθελε, ραγίζει. Η ζήλια της γίνεται μια σαρωτική δύναμη που για πολύ καιρό κρατήθηκε πίσω από έναν τοίχο προσποίησης και τώρα είχε καταρρεύσει, κάτι που ερμηνευτικά αποτυπώθηκε έξοχα με τις μικρές ρωγμές στην επίπλαστη ισορροπία της.  Οι κινησιολογικές ικανότητές της Σιάρκου, η εσωτερικότητα της ερμηνείας της πλούτισαν την σκηνική παρουσία της και ανέδειξαν τις αποχρώσεις του ρόλου της.

Η εκφραστική Τζούλη Σούμα με ελεγχόμενο συναίσθημα και σωστά ξεσπάσματα, ερμήνευσε πειστικά την Άννα αποδίδοντας τις αντιθέσεις του ψυχισμού της με ευκρίνεια και άνεση. Η Άννα της, ως η μεγαλύτερη από τα αδέρφια Μπερνιέ είναι μια αναπαράσταση μιας μετάβασης μεταξύ των παλαιών και των νέων προτύπων ζωής, που γίνεται, μαζί με την Κάρι, η ενσάρκωση του φαινομένου όπου ο θύτης και το θύμα είναι το ίδιο πρόσωπο.

Η μητέρα της Lily, Albertine Prine, είναι ο μόνος αληθινός πυλώνας ψυχολογικής αντοχής του έργου και η Γεωργία Μαυρογεώργη την υποδύεται με έναν αέρα υπέρτατης αυτοπεποίθησης ως μια γυναίκα που έχει βρεί την ισορροπία της διαπερνώντας τους κώδικες της παραδοσιακής γυναικείας ζωής του Νότου. Πρόκειται για μια ερμηνεία γοητευτική, γήινη και μεταφυσική μαζί, γλυκιά και σκληρή συνάμα.

Ο Σόλων Τσούνης απέδωσε θαυμάσια τον Τζούλιαν, ενισχύοντας το μυστήριο της παρουσίας του αλλά και τον συγκρατημένο ερωτισμό που εκπέμπει ο ήρωας αυτός σε ισορροπία με την ανάγκη του να φανεί αντάξιος μιας ζωής που είχαν οραματιστεί οι άλλοι για αυτόν.

Η Μαριάννα Κιμούλη που υποδύθηκε την Λίλυ, μια βόμβα ενέργειας και συναισθημάτων, έχει την αναγκαία εκρηκτική σωματικότητα και την νεανική αγωνία, υστερεί όμως σε αυτοέλεγχο στην ερμηνευτική γραμμή με αποτέλεσμα να φτάνει σε κάποιες υπερβολές, που στερούν ανά στιγμές την εμβάθυνση του χαρακτήρα.

Τα σκηνικά του Γ. Μετζικώφ λειτούργησαν ως βασικά στοιχεία για την αναπαράσταση της εποχής, όπως και τα κουστούμια, οριοθετώντας ταυτόχρονα τους διαφορετικούς χώρους και διαχωρίζοντας τα στιγμιότυπα. Η Κατερίνα Μαραγκουδάκη έντυσε την παράσταση με υπαινικτικές φωτοσκιάσεις ταιριαστές στο σκηνοθετικό κλίμα.

Στο σύνολο της είναι μια έντιμη παράσταση , μια εικόνα και μια έκφραση ματαιωμένων ελπίδων και λανθασμένων παθών, έναν κόσμο ανθρώπων που είναι κλειδωμένοι μέσα στους δικούς τους μύθους, όνειρα και αναμνήσεις.

Συντελεστές

Μετάφραση-σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ
Φωτισμοί: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Χριστιάννα Μαργιόλη
Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Λέπουρης
Καλλιτεχνική επιμέλεια φωτογραφιών: Μάριαμ Νίκου
Παραγωγή: Βάσια Παναγοπούλου

Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά):

Μαριάννα Κιμούλη, Γεωργία Μαυρογεώργη, Θεοδώρα Σιάρκου, Τζούλη Σούμα, Σόλων Τσούνης

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr