fbpx

Είδαμε τις “Τρεις Ψηλές Γυναίκες” – Κριτική της Παράστασης

Ο διεθνούς φήμης Αμερικανός σκηνοθέτης Robert Wilson σκηνοθετεί το έργο Τρεις Ψηλές Γυναίκες του Edward Albee,  στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά με πρωταγωνίστριες τρεις εξέχουσες Ελληνίδες ηθοποιούς, τη Ρένη Πιττακή, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου
  • Ημερομηνία Δημοσίευσης 26/1/2024

Οι Τρείς Ψηλές Γυναίκες  είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα έργα του Albee, πλημμυρισμένο με άλυτες ενοχές και, τέλος, με άλυτο μίσος.

Τρεις ψηλές γυναίκες χωρίς όνομα, σε τρεις διαφορετικές φάσεις των ζωών τους. Συνομιλούν, συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Η Αλφα έχει το προνόμιο που σου δίνει ο χρόνος όταν βρίσκεσαι κοντά στο τέλος. Είναι 92 ετών. Δεσποτική, ρατσίστρια, ομοφοβική και ανήμπορη. Για να ζήσει χρειάζεται τις άλλες δύο, που περιστρέφονται γύρω της. Η Γάμα είναι μόλις στην αρχή. Είναι 26 και εργάζεται σε δικηγορικό γραφείο. Είναι γεμάτη όνειρα και φιλοδοξίες. Ανάμεσά τους στέκεται η Βήτα, εκτελώντας χρέη νοσοκόμας. Είναι ακριβώς στο μέσο, είναι 52 ετών και συμμαχεί πότε με τη μία και πότε με την άλλη. Τρεις γυναίκες – ή μία – που σταδιακά χάνουν το «ύψος» τους, συνομιλούν, συγκρούονται και αλληλοσυμπληρώνονται αναζητώντας την «πιο ευτυχισμένη στιγμή».

Τι πιστεύουν οι νεότεροι εαυτοί μας για το μέλλον τους; Τι γίνονται οι νεότεροι εαυτοί μας όταν γεράσουμε; Υπάρχει κάποιο σημείο συνάντησης; Ο Άλμπι θίγει βασικά ζητήματα που πλήττουν κάθε ηλικία: το διαβρωτικό ρόλο των ψευδαισθήσεων και την ανάγκη διάλυσής τους το συντομότερο δυνατόν, αν κάποιος προτίθεται να επιδιώξει μια ελεύθερη και ειλικρινή ύπαρξη. Οι ηρωίδες του Άλμπι υποχρεούνται να εξετάσουν τα κίνητρα και τις επιθυμίες, τα ψέματα και τους συμβιβασμούς τους. Εξαλλου η Α οικοδομήθηκε πάνω σε ένα βαθιά αρνητικό πρότυπο: η θετή μητέρα του Άλμπι δεν αποδέχτηκε ποτέ τον ομοφυλόφιλο γιο της, και εκείνος την απαρνήθηκε στα δεκαοχτώ του, διατηρώντας μια καθαρά τυπική σχέση μαζί της σε μεγαλύτερη ηλικία.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει εδώ ο σκηνοθέτης είναι η καθοδήγηση των ηθοποιών του με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτύχει την αρμονική τοποθέτηση τριών σωμάτων σε ένα χώρο, υπερβαίνοντας το νατουραλισμό του κειμένου, ώστε να αποδώσει την  αίσθηση τριών διαφορετικών χρονικών διαστάσεων, τριών συγκρουόμενων οπτικών πεδίων. Ο Ουίλσον στήνοντας την παράσταση του με τη γνωστή αγάπη του για τη συμμετρία, τη φόρμα, τη γεωμετρία, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, το αρχιτεκτονικό και βιομηχανικό design δημιουργεί το κυβιστικό πορτρέτο μιας γυναίκας που την κοιτάμε από διαφορετικές γωνίες, μέθοδο που εφάρμοσε απόλυτα ο Άλμπι γράφοντας το κείμενό του και μελετώντας αυτή την «ψηλή» γυναίκα σε τρεις καθοριστικές ηλικίες, σε τρία στάδια, καθώς συρρικνώνεται και αναρωτιέται πώς και πότε της συνέβη αυτό.

Η χαρακτηριστική ονειρώδης ατμόσφαιρα που συχνά χαρακτηρίζει επιμέρους σκηνές του υπάρχει και εδώ και οδηγεί την αισθητική  και θεμελιακή εξέλιξη της μνήμης: με αρωγό τις συνεχείς επιστροφές στις προσωπικές μνήμες καθώς και στους αναστοχασμούς της κάθε γυναίκας – της κάθε ηλικίας, εξυφαίνει με μαεστρία τη συνδιαλλαγή παρελθόντος και παρόντος, διοχετεύοντας ταυτόχρονα την πλοκή εκεί που χωροχρονικά συναντιέται , πλάθοντας ένα σουρεαλιστικό οικοσύστημα για το θάνατο και την εξέλιξη της ζωής και της ηλικίας.

Μέσα στις περίτεχνες βικτοριανές ενδυμασίες της Flavia Ruggeri, οι ερμηνεύτριες μεταμορφώνονται σε σχολαστικά «καλοκουρδισμένες κούκλες», επιδεικνύοντας ακριβή κινησιολογία. Συγχρονίζονται απρόσκοπτα, δίνοντας έμφαση στη συλλογική τους ταυτότητα, διατηρώντας ωστόσο τα ατομικά τους χαρακτηριστικά. Αυτή η φόρμα, η μελετημένη στην τελευταία λεπτομέρεια κινησιολογία περιλαμβάνει συντονισμένες χειρονομίες, φωνητικά και εκφράσεις του προσώπου, όλα εκτελούμενα με σκοπό την επίτευξη ενός αισθητικά ενιαίου αποτελέσματος.

Οι τρείς ερμηνεύτριες, με την όψη τους να παραπέμπει σε μαριονέτες και αρλεκίνους, μεταφέρουν ψήγματα από την ατμόσφαιρα του βαριετέ, και υπηρετούν τη μινιμαλιστική αισθητική και την έντονη εικαστικότητα του σκηνοθέτη άψογα στο πρώτο – και πιο τεχνικό μέρος. Ωστόσο, η γνωστή αποστασιοποίηση που χαρακτηρίζει τις παραστάσεις του Ουίλσον, αποκτά ρωγμές συναισθήματος στο δεύτερο μέρος, με τις τρεις γυναίκες να στοχάζονται και να αναρωτιόνται για την διαδικασία της ζωής – ίσως και το πώς η ζωή διαμορφώνει το χαρακτήρα κάθε ηλικίας, συνειδητά και ασυνείδητα, στο κυνήγι της ευτυχίας. Μια από αυτές τις ρωγμές συναισθήματος παίρνει μορφή με την εμφάνιση του συγγραφέα – γιου (Αλέξης Φουσέκης), ο οποίος μάλιστα σε μια παρέμβαση μεταξύ πρώτου και δεύτερου μέρους, θέτει επί τάπητος το ζήτημα της σχέσης του με τη μάνα του, την Α, την ομοφυλοφιλία του, την απόρριψη του από τη μάνα τέρας.

Η Ρένη Πιττακή σε μια από τις πιο σημαντικές ερμηνευτικά στιγμές της – και με μια καταπληκτική όψη ειδικά στο δεύτερο μέρος – καταφέρνει να συνδυάσει το κωμικό με το δραματικό, και με ακτίνες αλαζονικής αυταρέσκειας ανταποκρίνεται έξοχα στο ανάλαφρο παράλογο που απαιτεί ο κόσμος του Wilson, ενώ παράλληλα ερμηνεύει την Α με ακλόνητη ένταση, βρίσκοντας όμως χώρο για μια σαρκαστική ευαλωτότητα, ζοφερή απογοήτευση και φιλοσοφική σοφία. Η Πιττακή επιβεβαιώνει το εκτόπισμα της με την τοποθέτηση της φωνής της, τον έλεγχο της στάσης του σώματος – είναι πραγματικά καθηλωτική. Ταυτόχρονα αποδίδει απόλυτα την απόγνωση που κυριεύει το στοιχειωμένο από το φάντασμα της μάνας του συγγραφέα.

Η  Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο πρώτο μέρος του έργου προτάσσει τη μεγάλη της πειθαρχία και την τεχνική της, αλλά ανά στιγμές φαίνεται να παλεύει να βρει την ισορροπία μεταξύ της κωμικότητας και της φόρμας, ενώ στο δεύτερο μέρος ξεκλειδώνει και με τον εξαιρετικό εναρκτήριο μονόλογο της έρχεται σε επαφή με το συναίσθημα και την τρυφερότητα της, ξεδιπλώνοντας το σαρκασμό της ηρωίδας της.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου, εντυπωσιακά συντονισμένη στο θέατρο του Μπομπ Γουίλσον, καταφέρνει να μην περιοριστεί στην εικονογράφηση της αφελούς νεαρής, αλλά να δημιουργεί ρωγμές ανθρωπινότητας στην πορεία της από τη στυλιζαρισμένη ευδιαθεσία του πρώτου μέρους, στην μελαγχολία της άρνησης του ωριμότερου εαυτού της.

Έξοχη η δουλεμένη και επαναλαμβανόμενη στην εμμονική της -σχεδόν προβοκατόρικη- ακρίβεια κίνηση  από τη Μαριάννα Καβαλιεράτου· τα σκηνικά αντικείμενα ελάχιστα, αλλά λεπτομερή και επιμελώς τακτοποιημένα μέσα στη σκηνογραφία του Flavio Pezzotti. Έξοχοι , αναπόσπαστο μέρος του παραστασιακού ονειρώδους του Ουίλσον, οι φωτισμοί του Marcello Lumaca.

Στο σύνολο της είναι μια από τις πιο ξεχωριστές παραστάσεις της χρονιάς, μια παράσταση με χιούμορ – είναι η ανατομία μιας ζωής, ένα έργο αυτογνωσίας. Ένα έργο που προσπαθεί, να ξορκίσει το φόβο του θανάτου, φυσικού και συμβολικού μέσα στον ιδιαίτερο και εικαστικά εντυπωσιακό καμβά του Ουίλσον.

Σκηνοθεσία, Σκηνικά, Σχεδιασμός φωτισμού: Robert Wilson

Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές

Διασκευή: Charles Chemin

Συνεργάτης σκηνοθέτης: Charles Chemin

Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου

Συνεργάτης σχεδιασμού φωτισμού: Marcello Lumaca

Συνεργάτης σκηνογράφος: Flavio Pezzotti

Κοστούμια: Flavia Ruggeri

Σχεδιασμός ήχου: Thorsten Hoppe

Σχεδιασμός μακιγιάζ- περούκες: Manu Halligan

Επιμέλεια φωτισμού: Cristian Simon Petru

Βοηθός σκηνοθέτη: Δήμητρα Δερμιτζάκη

Επιμέλεια κίνησης: Μαριάννα Καβαλλιεράτου

Φωτογραφίες: Julian Mommert, Μαριάνα Μπίστη

Υπεύθυνη παραγωγής: Αιμιλία Σιαφαρίκα

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr