fbpx

Είδαμε τους Πέρσες του Αισχύλου στην Επίδαυρο – Κριτική της Παράστασης

Οι Πέρσες του Αισχύλου παρουσιάστηκαν στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά. Παρακολουθήσαμε την παράσταση του Σαββάτου , που ήταν ήδη φορτισμένη συναισθηματικά από τις παρεμβάσεις για την υπόθεση Λιγνάδη, με το κοινό να είναι ζωηρά συμμετέχον.

  • Κείμενο Κάτια Σωτηρίου

Οι Πέρσες παίχτηκαν στην Αθήνα το 472 π.Χ. με χορηγό τον Κίμωνα, πολιτικό αντίπαλο του Θεμιστοκλή. Ο Αισχύλος με τους Πέρσες του απευθύνεται στους νικητές Αθηναίους και στους ηγέτες τους με σκοπό να τονίσει το ζήτημα της Ύβρεως της Ισχύος. Οι Πέρσες είναι στην πραγματικότητα όχι ένα εθνικοπατριωτικό έργο – όπως έχει διαβαστεί πολλάκις από σκηνοθέτες – αλλά μια προειδοποίηση για την ύβρη που οδηγεί τους λαούς στην καταστροφή, όταν φανατίζονται, και ακολουθούν άκριτα φιλόδοξους, επηρμένους και αστόχαστους ηγέτες. Για το λόγο αυτό το πρώτο τρίτο των Περσών είναι βυθισμένο σε ένα κλίμα φόβου και οδύνης: φόβος που επηρεάζει το σώμα, διαποτίζει το μυαλό. Αυτό είναι μια πολιτική ανάλυση του πώς είναι να ζεις κάτω από ένα καθεστώς έπαρσης που περιορίζει τη σκέψη και οδηγεί σε εσφαλμένες αποφάσεις. Ο φόβος δεν είναι μόνο προϊόν της αδυναμίας των ανθρώπων να αποκρυπτογραφήσουν τις προθέσεις του θείου θελήματος, αλλά και απόρροια των ιδεολογικών θεμελίων και της θεσμικής δομής μιας κοινωνίας. Για τους Πέρσες, ο φόβος είναι ταυτόχρονα μια φευγαλέα συνθήκη και μια διαρκής δομή, μια μέθοδος διακυβέρνησης και, όπως δείχνει το έργο, ο σπόρος της δυσαρμονίας και της ανατροπής αυτής της κυβέρνησης.

perses

Ο Δημήτρης Καραντζάς πολύ σωστά παρουσίασε τους Πέρσες του να αρθρώνουν μια ιστορική κριτική,  υπενθυμίζοντας  στους  νικητές  πως  μπορούν  να βρεθούν στη θέση των ηττημένων, ακολουθώντας σαφώς την οπτική του  Pierre Judet  de la Combe, σύμφωνα με τον οποίο  ο Αισχύλος μοιάζει να καλεί τους συμπολίτες του      να θρηνήσουν για μια συμφορά που  θα  μπορούσε  να πλήξει τους ίδιους, προειδοποιώντας τους για τις        πιθανότητες  μιας τέτοιας προοπτικής.

Έτσι ο Δημήτρης Καραντζάς παρά το γεγονός ότι επιλέγει την πιο δημοφιλή μετάφραση του Παναγιώτη Μουλλά, επέλεξε τον αποσχηματισμό της τραγωδίας στη στενή θεώρηση της, και έθεσε στο επίκεντρο της την κοινωνική διάσταση του πολέμου αλλά και την πολιτική πτυχή της εξουσίας, θέτοντας ουσιαστικά ερωτήματα για τη σχέση της εξουσίας με το λαό, για την ενδυνάμωση της λαϊκής συνείδησης και τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες εγγράφεται ένας πόλεμος στο σώμα της κοινωνίας. Αυτός ο αποσχηματισμός έχει πλειστάκις αντιμετωπισθεί ως «θεσμική» ατασθαλία στο ελληνικό θέατρο, με αποτέλεσμα πολλές φορές να υπάρχουν αρνητικές αντιδράσεις από κριτικούς και κοινό. Κι όμως, ο Hesk αναφερόμενος στην κοινωνικοπολιτική πλευρά της αρχαιοελληνικής τραγωδίας γράφει: «Έτσι, με το να μεταχειρίζεται όρους που χαρακτηρίζουν τον πέμπτο αιώνα, η αττική τραγωδία κατευθύνει, σε κάποιες περιπτώσεις, τους θεατές προς συγκεκριμένο «εστιακό σημείο», ενθαρρύνοντάς τους να συνδέσουν τον μυθικό κόσμο της τραγωδίας με τα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα και τον προβληματισμό της δικής τους εποχής.» για το λόγο αυτό το περίφημο “Ιτε παίδες Ελλήνων” ακούγεται σε νεοελληνικό λόγο χωρίς εθνικοφροσύνες, και αφαιρείται το Γ στάσιμο για τις επιτυχίες των Περσών , ενώ προστίθενται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα δραματουργική επεξεργασία, κείμενα και στίχοι της Τουρκάλας ποιήτριας Καριν Καρακασλί, του Καβάφη από τη Ναυμαχία και της Ιρανής Φορούγ Φαροχζάντ.

perses

Κατ’ αναλογία, λοιπόν, τα λεκτικά συμφραζόμενα της παράστασης, τα συνδεόμενα με τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του κόσμου του θεάτρου των αισχύλειων Περσών  μας κατευθύνουν και στον κόσμο του θεάτρου και στην κοινωνική πραγματικότητα μας.

Σύνηθες είναι στα περισσότερα ανεβάσματα των Περσών ο περιορισμός των περίπου 100 ονομάτων των πεσόντων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, κάτι που όχι μόνο δεν έγινε στην παράσταση του Καραντζά, αλλά που αντίθετα ακούστηκαν, χτίζοντας μια σπουδαία σκηνή: ο άγγελος ( Χρήστος Λούλης) εμφανίζεται έξω από τη σκηνή του θεάτρου, στα πεύκα, και αρχίζει από απόσταση να περιγράφει στη Βασίλισσα την καταστροφή. Ο λαός των Περσών ( η έξοχη χρήση των 40 εθελοντών στην παράσταση) προσεγγίζει τον άγγελο, τον αποκόβει από τα μάτια των θεατών, και αρχίζει να ρωτά για τους φίλους και αγαπημένους – μια σκηνή που θυμίζει τη θρηνητική και αγωνιώδη προσέγγιση συγγενών σε ναυάγια, σε μάχες, σε συμφορές. Ο καθημερινός άνθρωπος ως θύμα της έπαρσης, του επεκτατισμού και της έλλειψης μέτρου τοποθετείται στην παράσταση πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο.

Ο χορός στην παράσταση του Καραντζά είναι ένα σύνθετο και δυνατό μέσο.  Επέλεξε συνειδητά να μη χρησιμοποιήσει ένα πλήθος γερόντων, αλλά ένα πλήθος λαϊκών ανθρώπων, για να τονίσει ακριβώς ότι επίκεντρο του είναι ο άνθρωπος, ο καθημερινός, ο απλός, ο απλοϊκός, αυτός που τελικά γίνεται ο κυματοθραύστης του παραλογισμού της εξουσίας. Ως συλλογικός, πολυμορφικός, πολυφωνικός και πολυεστιακός ερμηνευτής, μπορεί να συνδυάσει μια ποικιλία προοπτικών περνώντας τα εμπόδια της ηλικίας και του φύλου.  Ο λαός των Περσών κατεβαίνει μέσα από το κοινό, γεγονός που τόνισε όχι μόνο τη σύνδεση του λαού με το κοίλον, αλλά και που συνέτεινε στην αγωνία του θεατή. Η μανία, η  υπερχειλίζουσα   σωματικότητα,  οι  άναρθρες  κραυγές των συμμετεχόντων, αντιπαραβάλλονται στον ορθολογισμό, τον  αυτοέλεγχο,   το  δομημένο λόγο του παλατιού. Το μοιρολόι, οι κραυγές απελπισίας και μοναξιάς διακατέχονται  από άμετρη  διάρκεια και  συναισθηματική  εγκατάλειψη. Η τοποθέτηση των ηχείων πάνω στη σκηνή πολλαπλασίασε τον ήχο και τις κραυγές σε σημείο «ανυπόφορο», αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε ένα βόμβο – αντηχείο στους θεατές, παρασύροντας τους να νιώσουν αυτήν την απελπισία και την οδύνη.

perses

Ήταν επομένως η παράσταση του Καραντζά υποδειγματική; Όχι. Είχε σημαντικές ατέλειες στην όψη, χωρίς ουσιαστικά σκηνικά (ένα κεκλιμένο ημικύκλιο από την Κλειώ Μπομπότη) ή ενδυματολογική προσέγγιση (Ιωάννα Τσάμη) – τα λαϊκά, καθημερινά, τυχαία ενδύματα σχολιάστηκαν ποικιλοτρόπως από το κοινό, αλλά ήταν παράδοξα ταιριαστά στην ουσία της ύπαρξης του λαού. Ο ήχος σε πολλά σημεία, ειδικά στην πάροδο, είχε σαφή προβλήματα, με αποτέλεσμα να πρέπει κανείς να συμβουλεύεται τους υπέρτιτλους όταν οι φωνές των ερμηνευτών συντονίζονταν. Ήταν μια παράσταση που βασίστηκε στην ένταση του συναισθήματος, ίσως σε βάρος της ποιητικότητας κάποιες στιγμές.  Όμως ευτύχησε να έχει εξαιρετικές βασικές ερμηνείες, αλλά και πολύ ενδιαφέρουσες εικαστικά και ουσιαστικά σκηνές, που στήριξαν τη σκηνοθετική προσέγγιση και το δραματουργικό σκοπό.

Η σπουδαία Ρένη Πιττακή, που ανέλαβε και πάλι την Άτοσσα μετά την παράσταση του Κουν το 1987, ντυμένη με ένα αυστηρό, επιχειρηματικού στυλ μπλε ρουαγιάλ κουστούμι (ανάλογο αυτού που φορά και ο Ξέρξης του Μιχάλη Οικονόμου), ενσαρκώνει υπέροχα την Ατοσσα, που, ανήκοντας σε ένα ανδροκρατούμενο σύστημα, έχει αναπτύξει την τεχνική του πλάγιου ελέγχου, της ελεγχόμενης υπεροψίας, της εξόδου προς το φασματικό, που κρατά την απόσταση που πρέπει από το λαό, αλλά και που ταυτόχρονα τον χειρίζεται εύκολα. Η ερμηνευτική γκάμα της Πιττακή, ισχυρό όπλο στα χέρια του σκηνοθέτη της, απλώθηκε στη σκηνή: επιτηδευμένα στοργική απέναντι στο λαό της, επικριτική απέναντι του όταν οι συμβουλές αποδεικνύονται λανθασμένες, τυραννικά ειρωνική όταν υποστηρίζει ότι ακόμα και αν χάσει ο γιος της, δε θα ευθύνεται, θρηνητική στην κίνηση της όταν αποχωρεί σχεδόν καταρρέουσα σωματικά μετά την είδηση της συντριβής.

Η παρουσία της οδηγεί σε δυο υπέροχες εικαστικά σκηνές. Η βασίλισσα με το λαό της γονατίζουν και παίρνουν στάση επίκλησης πάνω στην κεκλιμένη σκηνή, και έρποντας, με ρυθμό, καλούν το πνεύμα του Δαρείου, με το Γιώργο Γάλλο να εμφανίζεται πίσω από τη σκηνή, και με πλάτη στο κοινό να καλεί την Άτοσσα κοντά του, σε μια σκηνή υψηλής υποκριτικής αξίας, που απέδειξε ότι οι μεγάλοι ηθοποιοί μπορούν να σφραγίσουν μια παράσταση μόνο με τη φωνή τους  – αφού στην πολύ ενδιαφέρουσα αυτή σκηνοθετική επιλογή  ουσιαστικά δε βλεπουμε ποτέ το Γάλλο στη σκηνή.

Ο Δαρείος  του Γάλλου έρχεται να βοηθήσει στη διαδικασία του πένθους. Με τη ζεστή, πατρική του φωνή,  αποκαθιστά την ισορροπία, βοηθά στην επεξεργασία γεγονότων και ως αποτέλεσμα επιτρέπει να συμβεί το πένθος. Κάνει τη σύνδεση με το παρελθόν και το μέλλον – η σοφία του επιτρέπει να κάνει μελλοντικές προβλέψεις με βάση το παρόν (γενόγραμμα). Αυτός που μπορεί να δει τι συμβαίνει από απόσταση, αυτός που μπορεί να είναι συμπονετικός και αυτός που μπορεί να επαναφέρει τη συνέχεια στη ζωή.

Ο αγγελιοφόρος του Χρήστου Λούλη, με απέριττη φυσικότητα, είχε το σπαραγμό της ήττας, τη συντριβή αλλά και το φόβο που έχει ο φέρων την κακή είδηση. Είναι ο ανώνυμος λαϊκός άνθρωπος – που λέει την αλήθεια, που μεταφέρει, με συναισθηματική ένταση και υποκριτικό βάθος, το ατομικό και συλλογικό βίωμα, την τραγωδία και τα πάθη του λαού από τον τρόμο, το χάος, την καταστροφή που σπέρνει κάθε πόλεμος.

Ο Μιχάλης Οικονόμου με μια δραματικότατη χωρίς μελoδραματισμούς ερμηνεία ως Ξέρξης, κατεβαίνει από το κοίλον, ηττημένος, συντετριμμένος, φοβισμένος και απολογητικός απέναντι στο λαό, που τον περικυκλώνει, τον προπηλακίζει και τον οδηγεί εκτός σκηνής εν είδει λιντσαρίσματος και απομάκρυνσης ενός ακατάλληλου ηγέτη, στην τελική, πολύ δυνατή σκηνή της παράστασης.

Αξίζει να σταθούμε στην συναισθηματικά έντονη παρουσία του Γιάννη Κλίνη, την έξοχη εκφορά λόγου της Αλεξίας Καλτσίκη, την ένταση και σωματικότητα της Θεοδώρας Τζήμου και του Αινεία Τσαμάτη, στις στιβαρές και ερμηνείες των Ηλία Μουλά, Μάνου Πετράκη, και την παρουσία του Τάσου Καραχάλιου, Βασίλη Παναγιωτόπουλου και του Γιώργου Πούλιου που ανέλαβε και την μουσική επένδυση, σε μια στριγκή μελωδική ασυνέχεια που ενέτεινε την συντριβή.

Στο σύνολο της η παράσταση των Περσών με τη σκηνοθετική οπτική του Δημήτρη Καραντζά παρά τις ατέλειες της αναδεικνύει την αισχύλεια δραματουργία και με στοχευμένη συναισθηματική ένταση παραδίδει μια παράσταση βαθύτατου προβληματισμού, που μέσα από την αναμόχλευση της οδύνης, του πένθους και της απελπισίας για τα αποτελέσματα της έπαρσης διασαφηνίζει τα υπονοούμενα του έργου και μιλά για το χαμένο αυτονόητο της εποχής μας: την αδυναμία αρμονικής συνύπαρξης των απλών ανθρώπων με την ναρκισσιστικά κλεισμένη στον εαυτό της εξουσία.

Ταυτότητα παράστασης

Κείμενο: Αισχύλου
Μετάφραση: Παναγιώτης Μουλλάς
Σκηνοθέτης: Δημήτρης Καραντζάς
Σκηνογραφία: Κλειώ Μπομπότη
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Μουσική: Γιώργος Πούλιος (σύνθεση – ζωντανή εκτέλεση)
Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Ερμηνεύουν: Ρένη Πιττακή, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Γάλλος, Μιχάλης Οικονόμου, Γιάννης Κλίνης, Αλεξία Καλτσίκη, Θεοδώρα Τζήμου, Αινείας Τσαμάτης, Ηλίας Μουλάς, Μάνος Πετράκης, Τάσος Καραχάλιος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Πούλιος

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr