fbpx

Πέθανε ο Κωνσταντίνος Τζούμας

Πέθανε ο γνωστός ηθοποιός Κωνσταντίνος Τζούμας, σε ηλικία 78 χρονών.

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1944 και μεγάλωσε στο Πασαλιμάνι και στην Αθήνα. Σπούδασε υποκριτική στην Αθήνα και χορό στη Νέα Υόρκη.

Η καριέρα του ήταν αναμφίβολα μεγάλη, έχοντας περάσει από ελληνικές ταινίες σταθμούς όπως: Γλυκιά Συμμορία, Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα, Ελευθέριος Βενιζέλος 1910 – 1927, Ρεμπέτικο, «Happy day», Ο δράκουλας των Εξαρχείων. κ.α.

Το βιογραφικό του έχει σημαντικά έργα στο θέατρο όπως: Περιμένοντας τον Γκοντό, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης, «Εγώ δεν…».

Ακόμα επίσης μνημονεύονται τα περάσματά του από τις σειρές: Οι Απαράδεκτοι, Οι Τρεις Χάριτες, Οι Μεν και οι Δεν και Δύο Ξένοι.

Εκτός από ηθοποιός ήταν και ραδιοφωνικός παραγωγός, με καθημερινή εκπομπή στο «Εν Λευκώ».

Ο Κωνσταντίνος Τζούμας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1944. Σε ηλικία 11 ετών έστηνε στο σπίτι παραστάσεις που σατίριζαν την αγγλική κοινωνία, με αποχρώσεις από το καυστικό ύφος του Οσκαρ Ουάιλντ. Τον είχε στοιχειώσει επίσης η ιδέα ενός ιεραποστόλου που καταβαραθρώνει τον δράκουλα (για δράκουλα είχε επιλέξει ένα παιδί της γειτονιάς με μεγάλα μάτια). Σε ηλικία 15 ετών έχασε τη μητέρα του. Αρχισε να βγαίνει τα βράδια, να χορεύει ροκ εντ ρολ, να αλητεύει, να μαθαίνει μπιλιάρδο και την τέχνη της επιβίωσης. Οταν ανακοίνωσε στον πατέρα του πως ήθελε να γίνει ηθοποιός, εκείνος απάντησε: «Για νέο μού το λες; Το έχω καταλάβει». Σπούδασε υποκριτική στη σχολή Θεοδοσιάδη και, όταν πια το 1971 ταξίδεψε έως το Μανχάταν συμμετέχοντας σε περιοδεία με τη Ζουζού Νικολούδη, αποφάσισε να μείνει μόνιμα εκεί, μέχρι και το 1975.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, παίζει σε φιλμ όπως το «Happy Day» του Βούλγαρη, η «Γλυκιά συμμορία» του Νικολαΐδη, ο «Δράκουλας των Εξαρχείων» του Ζερβού. Και μετά βάζει μια άνω τελεία. «Κάποια στιγμή», θυμάται σήμερα, «έπειτα από πολλές ταινίες που είχα κάνει, κατάλαβα ότι όλο αυτό δεν πήγαινε πουθενά. Ημουν μια περσόνα που απλώς την ήθελαν στις ταινίες τους, με τη λογική τού “καλό είναι να έχουμε κι αυτόν”. Ούτε τα εκφραστικά μου μέσα είχα τη δυνατότητα να εξελίξω ούτε τίποτα. Και εκεί ήρθε το θέατρο, όπου μου προέκυψε Μπέκετ».

O αρχηγος των εναλλακτικων

Ανεξάρτητα από τους σπουδαίους θεατρικούς ρόλους σε έργα όπως το «Περιμένοντας τον Γκοντό», η νεότερη γενιά τον γνώρισε περισσότερο ως περσόνα παρά ως ηθοποιό. Ο Τζούμας είναι ο αρχηγός των εναλλακτικών που δεν φοβούνται να βγουν για ποτό με γυαλιστερό παπούτσι. O κάτοικος του κέντρου που θέλει ένταση και δράση, αλλά βρίσκει ανούσια την πληθώρα συνθημάτων στους τοίχους. Ο υπέρμαχος της ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση ότι συνδυάζεται με πειθαρχία. Ο τυφλωμένος από τη λάμψη των «μεγάλων φυσιογνωμιών», που γνωρίζει από πρώτο χέρι την μπλόφα της διασημότητας. Οσο μου μιλάει για θέματα σοβαρά, τα μάτια του ξεφεύγουν κάθε τόσο προς τα πάνω και κοιτούν τα μαλλιά μου, σαν κάτι να μην του αρέσει στο χτένισμα. Το χαμόγελό του αναδίδει μια παιδική αφέλεια. Ο λόγος του μια σοφία, που δεν έρχεται ούτε από τα πανεπιστήμια ούτε από τα καφενεία· έρχεται από τον δρόμο.

Τον ρωτάω τι θα έκανε αν μεγάλωνε στην Ελλάδα της κρίσης. «Θα τα μάζευα και θα έφευγα έξω», απαντά με το γνωστό, απότομο ύφος του. «Παλιά μας έλεγαν ότι η χώρα αυτή προσφέρεται μόνο για διακοπές και λέγαμε: “Αντε, ρε, πολύ κυνικό”. Σήμερα το πιστεύω κι εγώ. Αν προέκυψε στη ζωή σου χρήμα, πήγαινε να ζήσεις αλλού. Ή προκάλεσε ταξίδια. Τα παιδιά εδώ δεν ταλαιπωρούνται μόνο από την κρίση, αλλά και από τα προνομιούχα κουτσουράκια που βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά. Δέχονται μια ιδέα, την υιοθετούν, παίρνουν και το credit και αφήνουν το παιδί που τη σκέφτηκε απέξω». Καθώς μιλάμε, δίπλα μας περνάει μια γνωστή του. Του λέει πως ετοιμάζει ταινία, αλλά τα γυρίσματα θα γίνουν στο Παρίσι, γιατί στην Ελλάδα δεν βρέθηκαν χρήματα. «Ετσι είναι αυτά», της απαντά. «Οι ξένοι… Γι’ αυτό είμαστε ξενομανείς, κατάλαβες;»

Παρότι όλοι συμφωνούν ότι ο Κωνσταντίνος Τζούμας μεγαλώνει με στυλ, ο ίδιος είναι ο τελευταίος που θα επαναλάβει το χιλιοειπωμένο κλισέ ότι κάθε ηλικία έχει τα θετικά της. «Εντάξει, αποκτάς ένα μυαλό… Αλλά και τι να το κάνεις; Δεν μπορείς να το χρησιμοποιήσεις. Είναι σαν μια στύση που σου προκύπτει όταν δεν έχεις με κανέναν να τη μοιραστείς». Στα πάρτι δεν χορεύει πλέον, ούτε και πίνει. Προτιμά τις εξόδους για φαγητό. Κατά καιρούς, πάντως, συναντά φίλους σε καφετέριες και βαθμολογεί μαζί τους τις γυναίκες που περνάνε (σύνδεση με τον τίτλο της νέας του ταινίας), ενώ πολύ συχνά πιάνει κουβέντα σε όμορφες δεσποινίδες. «Το φλερτ είναι ένα χούι που δεν κόβεται», εξηγεί. «Βέβαια, κάποτε το έκανα σκεπτόμενος ότι θα οδηγηθώ κάπου, θα υπάρξει μια χημεία κ.λπ. Τώρα στα πρώτα πέντε λεπτά καταλαβαίνω πως αυτό το πράγμα δεν με αφορά. Δεν έχω αντοχές. Παλιά, μέσα σε ένα βράδυ πήγαινα σινεμά, πήγαινα σε μπαρ, μετά σε κλαμπ, μετά έκανα έρωτα… Τα τελευταία χρόνια, ένα σινεμά πάω μόνο και έχω κλείσει. Ειδικά αν πέσω σε καμιά ταινία αυτού του Δανού, του Τρίερ, εκεί πια έχω κλείσει σίγουρα».

Υπήρξαν εποχές που ο έρωτας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. «Μερικές φορές ναι, πάθαινα ένα αισθηματικό πατατράκ», εξομολογείται. «Αλλά όχι στο σημείο να μην ξέρω τι κάνω, να πίνω κ.λπ. Κυρίως μου άρεσε η ιδέα ότι είμαι με μια κοπέλα όμορφη, φίνα, με πορσελάνινη επιδερμίδα… Αυτά τα πράγματα με ενδιέφεραν. Ποτέ δεν θέλησα να βρω έναν άνθρωπο που θα με αγαπήσει πραγματικά και θα τον αγαπήσω κι εγώ και θα πάμε εις βάθος. Δεν μου πέρασε καν από το μυαλό. Μάλιστα, όσες φορές κάποια παρτενέρ μού έλεγε “αισθάνομαι πράγματα για σένα κ.λπ.”, της απαντούσα: “Μα, είσαι σίγουρη; Πόσο σίγουρη μπορείς να είσαι;”. Αφού ξέρουμε ότι οι άνθρωποι όσο εύκολα παθιάζονται, άλλο τόσο εύκολα τους περνάει. Συχνά, τη στιγμή που σφίγγεις στην αγκαλιά σου ένα πρόσωπο, πάνω απ’ τον ώμο της διαπιστώνεις ότι οι γάμπες του διπλανού τραπεζιού είναι πολύ ελκυστικές».

tzoumas

Tρία αυτοβιογραφικά βιβλία

Μέσα στην τόση αγάπη που δέχεται καθημερινά, από τον κόσμο που τον σταματάει στον δρόμο και τα μηνύματα των ακροατών του, ο Τζούμας δεν δείχνει να αποζητά θαυμαστές. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αναδίδει την αύρα ενός ανθρώπου που τολμά να είναι ο εαυτός του, ακόμα κι αν αυτό τον αποκλείει από πολλά. Δεν έχει οικογένεια, δεν έχει κινητό, δεν έχει αυτοκίνητο. «Εγώ δεν…» λεγόταν μια παλιά παράστασή του.

Πολλοί τον βρίσκουν σνομπ και υπερόπτη. Λένε πως το κύριο ταλέντο του έγκειται στο ότι ξέρει πώς να πλασάρει τον εαυτό του. Αρκετοί θεωρούν υπερβολή το να κυκλοφορούν στην αγορά τρία αυτοβιογραφικά βιβλία του. (Προς τιμήν του, στην τελευταία σελίδα του «Πανωλεθρίαμβου» χαρακτηρίζει τα γραπτά του «μάλλον ανοικονόμητα».) Στο μεταξύ, ο ίδιος παραμένει ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του. «Είμαι ημιμαθής και επιπόλαιος», λέει. «Του αφρού. Δεν μπορώ τα βαθυστόχαστα. Ούτε φιλοσοφημένος είμαι ούτε αυτή τη μανία με την τέχνη που έχουν ορισμένοι καταλαβαίνω. Ο Τολστόι είχε πει πως η τέχνη είναι κενή αναψυχή αργόσχολων ανθρώπων. Σκέψου, ο Τολστόι! Εγώ θα έλεγα πως ζω με εικόνες. Αυτό μου έχει μείνει». Η πιο όμορφη εικόνα που έχει δει στη ζωή του είναι ένα κορίτσι που έκλαιγε μέσα σε ένα εστιατόριο. Σήμερα, τον συγκινούν κυρίως οι τυχαίες πράξεις παράλογης γενναιοδωρίας: «Κάποιος με τον οποίο δεν έχετε καμία απολύτως σχέση, σε μια ξένη πόλη, ας πούμε, ή σε ένα αεροδρόμιο, κάνει κάτι που σε διευκολύνει. Σε ξεμπλοκάρει, σου δείχνει έναν άλλο δρόμο και φεύγει…».

(Πηγη Περιοδικό Κ, Καθημερινη)

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr