fbpx

Τι απέγινε η Μπεημπι Τζειν – Θέατρο Σφενδόνη Κριτική της Παράστασης

  • Κριτική Κάτια Σωτηρίου
  • Αποκλειστικές φωτογραφίες για το mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου (από την επίσημη πρεμιέρα)

Στο θέατρο Σφενδόνη, για δεύτερη χρονιά, ανεβαίνει το «Τι απέγινε η Baby Jane”, το έργο του Henry Farrel σε σκηνοθεσία Απόλλωνα Παπαθεοχάρη, με την Ρούλα Πατεράκη και τη Μπέτυ Λιβανού (στην περσινή παράσταση η Ρένη Πιττακή). Είναι ένα θρίλερ που επικεντρώνεται σε δυο ηλικιωμένες αδερφές, πρώην σταρ, που έχουν αφήσει πίσω τη λάμψη τους, και δείχνουν σημάδια πνευματικής και ψυχολογικής αστάθειας.

Στο άκουσμα του τίτλου «Τι απέγινε η Baby Jane”, το μυαλό μας πάει αμέσως στην εμβληματική αντιπαράθεση δυο Χολυγουντιανών τεράτων, της υπερταλαντούχας Bette Davis και της γοητευτικής Joan Crawford, σε ένα έργο που έφερε στο προσκήνιο την έχθρα τους, αλλά και γέμισε το καλλιτεχνικό στερέωμα με αστικούς μύθους υποχθόνιων ενεργειών. Εκ των πραγμάτων δηλαδή, όποιος επιλέγει να ανεβάσει το «Τι απέγινε η Baby Jane”, έχει να αναμετρηθεί με την ιστορία.

Το έργο

Αυτή η σκοτεινή ιστορία ασχολείται με δυο γερασμένες αδελφές, τη Jane και την Blanche Hudson, που ζουν μόνες σε μια επίσης γερασμένη έπαυλη στο Χόλυγουντ. Η Jane, πρώην παιδικό αστέρι του Vaudeville, γνωστή ως “Baby Jane”, ήταν μια κακομαθημένη και χαϊδεμένη παιδίσκη-σταρ που είχε την αμέριστη προσοχή από τον πατέρα της λόγω της επιτυχίας της στη σκηνή, και αγνοούσε τη μεγαλύτερη αδελφή της, Blanche. Αλλά ήταν η Blanche Hudson, τελικά που αποδείχθηκε ότι ήταν η αληθινά ταλαντούχα αδελφή. Μόλις έγινε η πιο κυρίαρχη κυρία του Hollywood, στο απόγειο της φήμης της, χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο στα μέσα της δεκαετίας του ’30, σε ένα ατύχημα στο οποίο εμπλέκεται μυστηριωδώς η Jane. Είκοσι χρόνια αργότερα, η Blanche, είναι παραπληγική και στην απόλυτη ανάγκη της αδελφής της που έχει γίνει σαδιστική και παραληρητική, φορώντας δαντελωτά κοριτσίστικα ρούχα και που σχεδιάζει μια παράλογη επιστροφή στη σκηνή.

Το έργο πραγματεύεται ζητήματα ηλικίας, ψυχολογικής αστάθειας και κοινωνικής θέσης και εικόνας των γυναικών. Με μερικές αξιοσημείωτες εξαιρέσεις οι γυναίκες ηθοποιοί,που γερνούν, σπάνια βρίσκονται στο επίκεντρο των mainstream ταινιών. Έτσι το έργο αυτό ασκεί κριτική για τον τρόπο που το Χόλυγουντ τόσο συχνά αποφεύγει την εμπειρία και την ευελιξία των παλαιότερων γυναικών ηθοποιών υπέρ των νεώτερων και ομορφότερων. Στην πρωτότυπη ταινία, τόσο η Crawford όσο και η Davis πέρασαν μέσα από αυτή την απόρριψη, αλλά επέζησαν – εν μέρει χάρη και στην ταινία αυτή – όμως το ζήτημα των ηθοποιών που περνούν τα 50 εξακολουθεί να είναι ένα επίμονο ζήτημα στον κλάδο.

Το ζήτημα της αρρωστημένης και ακραίας σαδιστικής συμπεριφοράς είναι κυρίαρχο στο έργο. Η αδιαφορία της Jane για τα βάσανα της Blanche παραβιάζει την κοινωνική ευπρέπεια και, ολόκληρο το λόγο της συναισθηματικής κουλτούρας που έχει καθορίσει τις φεμινιστικές δομές από τον δέκατο ένατο αιώνα. Στη σκηνή που η Blanche εγείρει την πρόταση ενοχοποίησης της Jane, και που είναι μια έκκληση για συμπάθεια, η Jane αντικατοπτρίζει την οδυνηρή υπόδειξη ότι είναι υπεύθυνη για την ταλαιπωρία της Blanche, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να δείξει κάποια τουλάχιστον ενσυναίσθηση. Αντανακλαστική, ανθρώπινη, ευάλωτη, εκτεθειμένη, η Jane αυτή τη στιγμή αντί να δείξει έστω μια μικρή συμπάθεια στη Blanche, επιλέγει να κλιμακώσει την ένταση ανάμεσα τους και να φτάσει σε πράξεις ακραίες για μια γυναίκα. Είναι από τις πρώτες φορές που μια ηρωίδα προσπαθεί να ταριχεύσει το βιολογικό, φυσικό χρόνο, μέσω της σκηνικής της παρουσίας, και επιδεικνύει τέτοια σαδιστική ικανοποίηση από το βασανισμό μιας συγγενούς.

Η εναρκτήρια σκηνή – τόσο στην ταινία όσο και στην παράσταση – , εκτός από το ότι παρέχει σημαντικές επεξηγηματικές πληροφορίες για το χαρακτήρα της Jane δημιουργεί αρκετά από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα που υπάρχουν στην αφήγηση : η σύγκριση των γυναικών με τα παιχνίδια , όπως φαίνεται από τη κούκλα Baby Jane Hudson, και ο πατέρας ως σύμβολο του πατριαρχικού ελέγχου, οδηγούν σε ανάλυση εις βάθος τα ζητήματα που περιβάλλουν την κατασκευή της θηλυκότητας . Τόσο η Blanche όσο και η Jane, σύμφωνα με τα πρότυπα του έργου είναι κατεστραμμένες και φέρουν τα σημάδια της παραμόρφωσης όχι μόνο από τη γήρανση, αλλά από κάποιο ψυχικό ή φυσικό εμπόδιο. Κατά συνέπεια το έργο δείχνει μια ανησυχητική απεικόνιση της εικόνας της γυναίκας στο σύνολό της: η θηλυκότητα θεωρείται ότι απειλείται από τα κοινωνικά πρότυπα και παρά τη θέση που κάθε γυναίκα αναλαμβάνει στο πλαίσιο της πατριαρχικής τάξης, είναι ακόμα εγγενώς «τερατώδης» και απειλεί τη σταθερότητα που διατηρείται μέσα στην κοινωνία. Στα όρια μεταξύ σωστής και ανάρμοστης συμπεριφοράς, μεταξύ της φυσιολογικής και της γκροτέσκας, η εικόνα της γυναίκας που παρουσιάζεται στο έργο συνδέει την πνευματική σταθερότητα της με την αιώνια νιότη και μια αισθητικά ευχάριστη εμφάνιση.

Η παράσταση

Η σκηνοθεσία του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη ακολουθεί πιστά την κινηματογραφική οδηγία, και μπορεί να συναρπάσει κάποιον που δεν έχει δει την ταινία, χωρίς όμως να προσφέρει κάτι ουσιαστικά καινούριο. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, καθώς η Baby Jane είναι μια σχετικά μεγάλη σε διάρκεια παράσταση, που αποτελείται κυρίως από σόλο και σκηνές αντιπαράθεσης σε ένα οικογενειακό σπίτι, με μικρή πλοκή, που όμως αφήνει χώρο για τεράστιες ερμηνείες. Και το γεγονός ότι ο Παπαθεοχάρης ακολουθεί την πεπατημένη δίνει ακριβώς το χώρο που απαιτείται για τις υπέροχες ερμηνείες των ηθοποιών. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι σεβάστηκε, και μετέφερε επαρκώς την Camp αισθητική της πρωτότυπης ταινίας. Καθώς συχνά αναφέρεται από τους κριτικούς ως η υιοθέτηση των «ενεργειών και χειρονομιών υπερβολικής έμφασης»), η φόρμα του camp προέκυψε από την υποκουλτούρα των γκέι ανδρικών ομάδων ενεργώντας ως μέσο απελευθέρωσης και ακτιβισμού μια εποχή που αυτό απουσίαζε από την κυρίαρχη πολιτισμική συνείδηση.

Καθώς το camp στη δεκαετία του ’60 διαμεσολαβούσε ανάμεσα στην πολιτιστική παραγωγή που αντανακλούσε την ομοφυλόφιλη εμπειρία και σε παραστάσεις που έφεραν την περιθωριοποιημένη φωνή της ετεροφυλόφιλης γυναίκας στο προσκήνιο, αυτή η νεώτερη μορφή camp, εμφανίστηκε μέσα στην ευρύτερη πολιτιστική συνείδηση και, χωρίς να εγκαταλείπει πλήρως τις ρίζες του, χαρακτηρίζεται από μια ξεχωριστή έμφαση στο νοσταλγικό, προσφέροντας μια σχεδόν ειρωνική ματιά στις ξεπερασμένες, νεκρές μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης. Η προσέγγιση και το στήσιμο της παράστασης στο θέατρο Σφενδόνη ρίχνει μια νοσταλγική, και μελαγχολική ματιά στο Vaudeville, τη διάθεση παρωχημένων μορφών πολιτιστικής παραγωγής αλλά ταυτόχρονα και μια ειρωνική ματιά στις κοινωνικά επικυρωμένες συναισθηματικές επιδείξεις και την απότομη μεταμόρφωση του τραγικού υλικού σε μελοδραματικό.

Οι ερμηνείες , το ισχυρό κομμάτι της παράστασης, δεν είναι λεπτές, αλλά συναρπαστικές. Οι δυο ερμηνεύτριες, κάτι μεταξύ ξεθωριασμένων star και περιθωριακών drag queen, αποτελούν ένα υπέροχο δίδυμο, εξαιρετικό στην ερμηνευτική αντιπαράθεση, αλλά και στις σόλο σκηνές τους.

Η Ρούλα Πατεράκη μετατρέπει τον εαυτό της σε ένα πλάσμα που εμπνέει τόσο φρίκη και οίκτο, καταφέρνει να εκφράσει τη βαθιά ικανοποίηση και την απόλαυση του “αθώου” βασανιστηρίου της αδελφής της με τρόπο γκροτέσκο και ελκυστικό. Στη σκηνή που κοιτά μια παλιά κούκλα Baby Jane, η οποία διατηρεί την νεανική τελειότητα, ενώ η πραγματική Jane έχει χαθεί εδώ και πολύ καιρό, η έκφρασή της καταγράφει την ευαισθησία και την νοσταλγία και φθίνει αμέσως. Και η πλαστοπροσωπία της Blanche, μέσω τηλεφώνου, είναι απόκοσμη, και χιουμοριστική. Είναι αυτή η ευθυγράμμιση της ερμηνείας και του γκροτέσκο που συνδυάζει το φόβο και τη γοητεία. Η ερμηνεία εδώ είναι αδιαχώριστη από την υπερβολή – περιλαμβάνει το μακιγιάζ της Jane, το βαρύ (αλλά ταυτόχρονα και εύθραυστο) σώμα της, τις χειρονομίες και τις εκφράσεις του προσώπου της. Είναι μια ερμηνεία που καταφέρνει να αποδώσει αποτελεσματικά τη μετατόπιση της Jane ανάμεσα στην εικόνα της γηρασμένης αναπαράστασης της παιδικότητας και την ψυχική παλινδρόμηση της στην παιδική ηλικία.

Η Μπέτυ Λιβανού φέρνει στη Blanche έναν αέρα γοητείας, και class. Σε μια ώριμη υποκριτική περίοδο, με έλεγχο των εκφραστικών της μέσων και χωρίς υπερβολή ερμηνεύει το, φαινομενικό, θύμα μιας παράλογης κατάστασης. Η ερμηνευτική χάρη της ίσως αφαιρεί λίγο από το υποβόσκον ψυχικό σκοτάδι της Blanche, καθώς η στιβαρότητα της και η αγέρωχη εμφάνιση της δεν επιτρέπουν να φανεί σε βάθος η συναισθηματική της κατάρρευση και ενοχή.

Ο Αλέξιος Διαμαντής ερμηνεύει με χιούμορ αλλά και σταθερότητα τον τυχοδιώκτη πιανίστα Έντουιν που τριγυρίζει την Jane, την κρίσιμη όμως στιγμή, παρά τη μικρή χρονοκαθυστέρηση αντιλαμβάνεται τις συνθήκες και σπεύδει για βοήθεια αποτελώντας τον καταλύτη των εξελίξεων.

Η Νεκταρία Γιαννουδάκη στο ρόλο της Έντνα, συντελεί με την εκφραστικότητα της στην αγωνία και την έντασης της πλοκής, είναι όσο πρέπει δωρική, επιτρέποντας τις ρωγμές ανησυχίας για την κυρία της.

Η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ως γειτόνισσα κυρία Μπέητς είναι συνεπής, άρτια , ενώ ως μητέρα του νεαρού πιανίστα δείχνει στοιχεία μαύρου χιούμορ.

Τα σκηνικά είναι ιδιαίτερα καλαίσθητα, και όπως και τα κοστούμια ακολουθούν την ταινία πιστά. Το μεγάλο εύρος των σκηνικών αφαιρεί από το σασπένς γιατί αναγκάζει τους ηθοποιούς σε μεγάλης διάρκειας μετακινήσεις επί σκηνής, αλλά και απομακρύνει τις βασικές ηρωίδες, επιτρέποντας μεν την κορύφωση των σόλο σκηνών, αλλα εμποδίζοντας την σωστή θέαση από το κοινό. Εξαιρετικό το μακιγιάζ από τον Παντελή Τουτουντζή , όπως και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα που συντελούν τα μέγιστα στην αποτύπωση του εκτροχιασμού και της τρέλας.

Στο σύνολο της η παράσταση συναρπάζει για τις ερμηνείες της. Η γοητεία και η δελεαστικότητα λειτουργούν με την τοξική εγγύτητα που εντείνει η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και η υπερβολή που μεταμορφώνει το φαινομενικά φυσιολογικό, κοσμικό υλικό στο υπερβολικό και γκροτέσκο.

Συντελεστές

Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Δραματουργική Επιμέλεια: Απόλλων Παπαθεοχάρης -Δανάη Παπουτσή
Σκηνοθεσία – Κοστούμια: Απόλλων Παπαθεοχάρης
Σκηνικά: Απόλλων Παπαθεοχάρης, Μαίρη Τσαγκάρη
Πρωτότυπη μουσική-Sound design: Γιάννης Χριστοδουλόπουλος
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Sound design – Ζωντανός χειρισμός μουσικής: Θεμιστοκλής Παντελόπουλος
Επιμέλεια κίνησης: Κωνσταντίνος Καρβουνιάρης
Βοηθός σκηνοθέτη: Δανάη Παπουτσή
Βοηθός Ενδυματολόγου: Μαρία Ζυγούρη
Βοηθοί σκηνογράφων: Σωτήρης Μητσούλας, Νατάσα Τσιντικίδη

Διεύθυνση παραγωγής: Κατερίνα Μπερδέκα
Βοηθός Παραγωγής: Πάνος Σβολάκης
Παραγωγή: Λυκόφως-Γιώργος Λυκιαρδόπουλος

Ερμηνεύουν οι:
Ρούλα Πατεράκη: Μπέημπι Τζέην/ Μπέτυ Λιβανού: Μπλανς
Με σειρά εμφάνισης
Πηνελόπη Μαρκοπούλου: Κυρία Μπέητς – Ντήλια
Νεκταρία Γιαννουδάκη: Έντνα
Αλέξιος Διαμαντής: Έντουιν

Ηθοποιοί βίντεο παράστασης:
Αναστασία Γουλιάμου: Μικρή Μπέημπι Τζέην
Nίκος Μαυράκης: Πατέρας

Βίντεο παράστασης: Απόλλων Παπαθεοχάρης, Ραμόν Μαλαπέτσας
Φωτογραφίες promo: Ελίνα Γιουνανλή
Μακιγιάζ: Παντελής Τουτουντζής
Κομμώσεις: Μπαϊραμπάς Χρήστος

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr