fbpx

Αρίστος – Κριτική της Παράστασης

Βαθμολογία Επισκεπτών: 5
  • Κριτική Κάτια Σωτηρίου για το mytheatro.gr
  • Αποκλειστικές φωτογραφίες για το Mytheatro Ελπίδα Μουμουλίδου

Θέατρο Νέου Κόσμου

Ο Αρίστος, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο γύρος του θανάτου», παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου, στο Θέατρο Του Νέου Κόσμου με κεντρικό θέμα την υπόθεση Αριστείδη Παγκρατίδη, του αδίκως καταδικασθέντα σε θάνατο ως «Δράκου του Σέιχ Σου». 50 χρόνια ακριβώς (16/2 1968) από την εκτέλεση του.

Το 1959 η Θεσσαλονίκη συγκλονίστηκε από μια σειρά δολοφονικών επιθέσεων στο δάσος του Σέιχ Σου και στην περιοχή της Μίκρας. Τα θύματα, ζευγάρια και μοναχικές γυναίκες, δολοφονούνταν με πέτρες, κακοποιούνταν σεξουαλικά (οι γυναίκες) και ληστεύονταν. Ο δράστης έμεινε στην ιστορία ως «ο δράκος του Σέιχ Σου» και η φήμη του τρομοκρατούσε την πόλη για πολύ καιρό.

Σχεδόν πέντε χρόνια μετά τα εγκλήματα η χωροφυλακή συνέλαβε ένα άτομο που είχε αποπειραθεί να επιτεθεί σε μια ανήλικη σ΄ ένα ορφανοτροφείο. Το άτομο αυτό ήταν ο Αριστείδης Παγκρατίδης, ένας περιθωριακός νέος, που είχε καταδικαστεί στο παρελθόν για μικροκλοπές, δούλευε κατά καιρούς εδώ κι εκεί κι εκδιδόταν επί χρήμασι. Μερικές μέρες αργότερα η χωροφυλακή ανακοίνωσε περήφανα ότι είχε στα χέρια της τον «δράκο του Σέιχ Σου»: ο Παγκρατίδης είχε ομολογήσει μετά από επτά ημέρες, μια ομολογία που ο ίδιος όμως αναίρεσε, μιλώντας για  βασανιστήρια.

Η δίκη του έγινε το 1966 και όλα έδειχναν ότι η απόφαση ήταν προειλημμένη. Σημαντικά στοιχεία και μαρτυρίες που κατέρριπταν την ταύτισή του με τον δράκο αποκρύφτηκαν ή αγνοήθηκαν. Ο συνήγορος του εμποδίστηκε να τον υπερασπίσει όπως ήθελε, αργότερα μάλιστα κατήγγειλε ότι δέχτηκε ακόμη και απειλές για τη ζωή του. Άνθρωποι που γνώριζαν καλά αυτόν τον ταλαιπωρημένο νέο, τον μεγαλωμένο σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και αστοργίας (είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «Γουρούνα», επειδή έψαχνε για φαγητό στα σκουπίδια), απέκλειαν την περίπτωση να ήταν αυτός ο δράκος. Το ίδιο έκαναν κατ΄ ιδίαν, όπως παραδέχτηκαν αργότερα, ακόμη και αξιωματικοί της χωροφυλακής που πήραν μέρος στην έρευνα και τις ανακρίσεις. Ώς και ο εισαγγελέας στη δίκη δεν πείστηκε εντελώς για την ενοχή του, γι΄ αυτό πρότεινε ισόβια. Ακόμα και σήμερα, τα εγκληματολογικά προφίλ και η συμπεριφοριστική ανάλυση δεν μπορεί να τοποθετήσει τον Παγκρατίδη σε τόσο βίαιες και βάναυσες εγκληματικές σκηνές.

Αλλά ο Παγκρατίδης ήταν ένα εύκολο εξιλαστήριο θύμα, μια βολική λύση, ειδικά καθώς η αστυνομία πιεζόταν να βρεί ένοχο, ενώ υπήρξαν αργότερα σαφείς υπαινιγμοί για «εντολές άνωθεν». Καταδικάστηκε σε θάνατο και τουφεκίστηκε τον Φεβρουάριο του 1968. Τα τελευταία λόγια του, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ήταν: «Μανούλα μου, είμαι αθώος».

Το έργο

Πρόσωπα που συνδέονται με τον Παγκρατίδη, εξομολογούνται τη ζωή και τη σχέση τους με τον ήρωα: ο συμμαθητής και φίλος του από τα παιδικά χρόνια, η μάνα, ένας χωροφύλακας δημοκρατικών φρονημάτων, ο δοσίλογος περιπτεράς, ένας συντηρητικός αστός της παραλίας, το αφεντικό του στον «Γύρο του θανάτου» και δύο περιστασιακοί του έρωτες, η τραβεστί Λολό και μία λαϊκή τραγουδίστρια, καταθέτοντας τη θέση και τη στάση τους για τη δική τους ζωή, φωτίζουν τις σκοτεινές πτυχές της τραγικής προσωπικότητας του νεαρού Αριστείδη και μεταφέρουν την κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την κατοχή και τον εμφύλιο.

Η αφήγηση του Κοροβίνη χωρίζεται σε κεφάλαια: στο πρώτο παρουσιάζονται αποσπάσματα από τα πρακτικά της δίκης και δημοσιεύματα της εποχής σχετικά με το δράκο του Σέιχ Σου ενώ στα επόμενα μιλούν οι καθημερινοί άνθρωποι που γνώρισαν τον Αρίστο. Οι ήρωες μιλούν για τον Αρίστο μιλώντας για τα δικά τους βάσανα και για την εποχή μιλώντας για την πόλη, μεταφέροντας την ατμόσφαιρα της εποχής όπως την αφουγκράστηκαν άνθρωποι καθημερινοί και απλοί.

Η περιήγηση στις διαφορετικές γειτονιές και ιστορίες της πόλης γίνεται μέσα από τα διαφορετικά βιώματα και ιδιώματα των ηρώων. Η μάνα μιλά σε μια γλώσσα απλή, γλώσσα ψυχής, η λαϊκή τραγουδίστρια Σύλβα σε μια γλώσσα τολμηρή, της νύχτας. Η Λολό, η τραβεστί με τα καλιαρντά της μεταφέρει την κρυμμένη ερωτική ιστορία της Θεσσαλονίκης, μέσα από την τοπογραφία ενός νυχτερινού κέντρου “της  Πεθεράς” όπου σύχναζαν οι τραβεστί, και όσοι ζούσαν διπλή ζωή. Ο συμβολαιογράφος – αστός της παραλίας, με το αυστηρό ιδίωμα του θέτει με την αρχαίζουσα που χρησιμοποιεί όχι μόνο τα ταξικά και κοινωνικά, αλλά και τα ηθογραφικά διαχωριστικά πλαίσια ανάμεσα στους διαφορετικούς ήρωες. Ο παιδικός φίλος αλλά και το αφεντικό του Αρίστου, με γλώσσα άμεση, φέρνει τη γοητεία της απλής, αλλά και καθημερινότητας στη σκηνή.

Αυτή τη λαϊκή βάση φωτογραφίζει ο Κοροβίνης στο κείμενο του, με σύντομες σκηνές που συνθέτουν μια αιχμηρή περιγραφή της εποχής, αλλά και μια κοινωνική καταγγελία, για τη φτώχεια, τον εκφυλισμό, και την δικαστική πλεκτάνη που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε σε βάρος του Αριστείδη Παγκρατίδη. Αυτό το πρόσωπο, ενώ στο βιβλίο δεν μιλά καθόλου αλλά παρουσιάζεται μέσα από τις διηγήσεις των άλλων, στην παράσταση παίρνει το λόγο, και με μυθιστορηματικό τρόπο συνδράμει κι εκείνος στην κατασκευή του προφίλ του. Ενός προφίλ που έτσι κι αλλιώς κατασκευάστηκε προκειμένου να εξυπηρετήσει τις αστυνομικές και δικαστικές ανάγκες της εποχής του. Στη μυθοπλασία του Κοροβίνη όμως, παρουσιάζεται η άλλη πλευρά του νομίσματος, αφού ο συγγραφέας παίρνει καθαρά θέση υπέρ της μη ενοχής του Παγκρατίδη, σχολιάζοντας εύστοχα την αναντιστοιχία του ψυχολογικού προφίλ του Παγκρατίδη με εκείνο του πραγματικού Δράκου.

Η παράσταση

Ο Αρίστος  αναδεικνύεται σε θεατρικό γεγονός, γιατί διαθέτει μια σκηνική δυναμική εφάμιλλη της προβληματικής του δράματος. Είναι παράσταση εύρυθμη, στημένη με ακρίβεια, με ίντριγκα και συμπλοκή μικροδραμάτων που προβάλλονται μέσα από τις διαφορετικές ιστορίες, θέτει ερωτήματα για τις συνθήκες της ζωής, τους όρους απόδοσης δικαιοσύνης, για το βάθος του αισθήματος δικαίου, την προσωπική ευθύνη, και την ενοχή, σε μια εποχή που η κοινωνία βρισκόταν σε κρίση.

Έργο βαθιά δραματικό, και καταγγελτικά πολιτικό, παίρνει θέση, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί υπέροχα το μέτρο. Σπουδαία δουλειά στο κομμάτι της διασκευής και δραματουργίας από τους Γιώργο Παπαγεωργίου και Θεοδώρα Καπράλου. Το αποτέλεσμα καταδεικνύει τη μελέτη που έκαναν για την παράσταση, το σεβασμό με τον οποίο προσέγγισαν την ιστορία, και τους δικαιώνει απόλυτα.

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου διεισδυτική και διορατική, συμπυκνώνει μια αντιπροσωπευτική της εποχής, ιδεολογικοπολιτική εικόνα, με ευρηματικούς, σαφείς και καταγγελτικούς υπαινιγμούς για τους τρόπους με τους οποίους έγινε η διαχείριση της υπόθεσης Παγκρατίδη.    Το παρελθόν, το παρόν – των αφηγητών – και το φανταστικό εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο, όπως και οι χώροι στους οποίους εξελίσσεται το έργο.  Χρησιμοποιώντας την παραστατικότητα με υφέρποντες συμβολισμούς, και σε άλλα σημεία πιο αφαιρετική προσέγγιση αποκαλύπτει συνόψεις της καθημερινότητας, σαν να τις αντλεί από το υπέδαφος της μνήμης, ανασυνθέτοντάς τις σε μια εικαστική αυλαία, που φέρει την αύρα, τη μυρωδιά και τους ήχους της γειτονιάς του ’50-60.. σε αυτό συμβάλλει και η ζωντανή μουσική από το Γιώργο Δούσο, που επέλεξε ήχους παραδοσιακούς της Μακεδονίας, αλλά και της λαϊκής τάξης, για να συνδράμει στη σύνθεση του καμβά ήχων και εικόνων της Θεσσαλονίκης.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου , που  μας είχε δώσει ήδη σκηνοθετικά δείγματα υψηλής συναισθηματικής ευφυίας από την Ωραία του Πέραν, δημιουργεί αριστουργηματικές εικόνες που μας μεταφέρουν τη ζωή του Παγκρατιδη: η βόλτα με το ποδήλατο, η βάρκα του Μαμουνά, το πάλκο της Συλβας… και εκείνη η συνταρακτική «βάπτιση» του σε μια άλλη ζωή , στα νερά του Θερμαϊκού …

Σημαντικό στοιχείο της σκηνοθεσίας ότι κατάφερε να αποδώσει επί σκηνής την αξία της κοινωνικής λειτουργικότητας κάθε ήρωα, ακολουθώντας το πνεύμα του κειμένου, και το ηθογραφικό του ύφος. Ο Παπαγεωργίου οργάνωσε τους ήρωες του μέσα στα μονόπρακτα τους με τη λογική της ιδεολογικής σύγκλισης σε μια υπέροχη συνθετική εικόνα που μπορούσαν αυτοί οι μονόλογοι να παράγουν. Έτσι, οι ηθοποιοί σε έντονη συναισθηματική εγρήγορση και βιωματική φόρτιση καταφέρνουν να εγγράψουν με οξύτητα, συναίσθημα και πλαστικότητα τους ήρωες τους και τις αντιδράσεις τους. Και οι τρεις ερμηνευτές , απευθύνονται στο κοινό ως αφηγητές της δικαστικής ιστορίας, παίζουν πολλαπλούς ρόλους και παραμένουν διαρκώς στη σκηνή συνθέτοντας έναν θίασο που σχολιάζει και υπογραμμίζει τα δρώμενα της εκάστοτε σκηνής. Πρόκειται για ερμηνείες βαθιάς ευαισθησίας και πυκνότητας που αναβιώνουν μια μοίρα που από προσωπική γίνεται κοινή για όλους μας.

Η έξοχη Λένα Ουζουνίδου είναι μια παρουσία άφθονη στις δραματικές εκφάνσεις της μάνας, με εσωτερική δύναμη και αμεσότητα, εστιάζοντας όλους τους συμβολισμούς και το ηθικό στίγμα της ηρωίδας του έργου στο εκφραστικό της πρόσωπο: ο βαθύς και ανυπέρβλητος πόνος στα μάτια της μάνας, ο φόβος, η μετάνοια. Στη λαϊκή τραγουδίστρια, αντίθετα, μας δίνει μια ερμηνεία μπριόζικη, γεμάτη νεύρο αλλά και εξαντλημένη δύναμη. Η ερμηνεία της αποτελεί σπουδή έντονα δραματικού ψυχισμού.

Ο Μιχάλης Οικονόμου με την απλότητα αλλά και τον άψογο έλεγχο των ερμηνευτικών του μέσων ενδύεται τον τυπικό συμβολαιογράφο με το πρέπον άτεγκτο ύφος αστικής σπουδαιότητας, ενώ στο ρόλο του χωροφύλακα υιοθετεί ένα συνωμοτικό αλλά και ειλικρινές βλέμμα.  Η στιγμή όμως που συναρπάζει είναι η μεταμόρφωση του σε Λολό.  Με ένα απλό μισοκατέβασμα του γιλέκου στους αγκώνες, με την τοποθέτηση του σώματος και της φωνής, μετατρέπεται από στιβαρός αφηγητής σε υποκείμενο του κρυφού έρωτα στην Θεσσαλονίκη του ‘60. Η εκφραστική και κινησιολογική του ευελιξία είναι καθηλωτική και ανταποκρίνεται πλήρως στα προτάγματα του ρόλου του. Μια ερμηνεία που μέσα από τα καλιαρντά και το χιούμορ φαίνεται να αποδραματοποιεί την ένταση, εντούτοις όμως υπογραμμίζει την ένταση και το βάθος της περσόνας.

Ο Γιώργος Χριστοδούλου, εντυπωσιακά ώριμος ερμηνευτικά, στο ρόλο του φίλου, του περιπτερά χαφιέ και έχει τη ζωντάνια και την εκφραστικότητα των λαϊκών ηρώων, είναι απολαυστικά γοητευτικός ως ιδιοκτήτης του γύρου του θανάτου, αλλά στο ρόλο του Παγκρατίδη είναι βαθιά συγκινητικός. Προσθέτει την πνευματικότητα του αισθήματος του Παγκρατίδη σε έναν συνταρακτικό τελικό μονόλογο, κατά τον οποίο περιγράφει τις τελευταίες στιγμές πριν την εκτέλεση, τη στιγμή που καταλαβαίνει ότι η ζωή του δεν προστατεύεται, δεν αποτιμάται.

Το λιτό σκηνικό της Κατερίνας Αριανούτσου με το γραφείο, και τις καρέκλες εξυπηρετεί την αφηγηματική ροή και εξέταση της δικαστικής ιστορίας, ενώ τα μικρά αντικείμενα που είναι τοποθετημένα δεξιά στη σκηνή συντροφεύουν τους διαφορετικούς ήρωες στις αφηγήσεις τους. Εύστοχη και η επιλογή των μαύρων ρούχων που όχι μόνο ταιριάζουν στο black box, αλλά κυρίως συντελούν στη λιτότητα της όψης. Σε συνδυασμό με τους χαμηλούς και επικεντρωμένους στους ήρωες φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου συνδράμουν στη δημιουργία μιας καθηλωτικής, αλλά και συγκινητικής ατμόσφαιρας.

Στο σύνολο της πρόκειται για μια παράσταση με ψυχή, που την αισθάνεσαι περισσότερο από ότι μπορείς να την περιγράψεις, που αναδύει τον ευώδη αέρα μιας βαθιάς τρυφερότητας και ανθρωπιάς, που μας φέρνει σε επικοινωνία με μια εποχή, ώστε να γίνουμε ωτακουστές των λεπτομερειών, καθώς βυθιζόμαστε με συγκίνηση και περισυλλογή σε αυτό το θλιβερό κομμάτι αυτής της συγκλονιστικής κοινωνικής και δικαστικής ιστορίας. Είναι αναμφισβήτητα μια από τις πιο ατμοσφαιρικές παραστάσεις που έχουμε δει, και σίγουρα, μια από τις κορυφαίες θεατρικές στιγμές των τελευταίων ετών.

Σημείωση: Η Λένα Ουζουνίδου καλωσορίζει του θεατές κατά την είσοδο τους στο χώρο της παράστασης, και με έναν ιδιαίτερα χιουμοριστικό τρόπο, σε λούπα, υπενθυμίζει σε όλους να κλείσουν τα κινητά τους, να μην τα κοιτούν κατά τη διάρκεια της παράστασης, γιατί οι “φωτεινές οθόνες θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρέπεια και τη συγκέντρωση των ηθοποιών”. Στην παράσταση μας, δεν ακούστηκε ούτε δόνηση.

Διασκευή / Δραματουργική επεξεργασία: Θεοδώρα Καπράλου

Μουσική: Γιώργος Δούσος

Σκηνικά-Κοστούμια: Κατερίνα Αριανούτσου

Σχεδιασμός φωτισμών: Αλέκος Αναστασίου

Επιμέλεια κίνησης: Μαρίζα Τσίγκα

Βοηθός σκηνοθέτη: Μαρία Προϊστάκη

Παίζουν οι ηθοποιοί: Έλενη Ουζουνίδου, Μιχάλης Οικονόμου, Γιώργος Χριστοδούλου

Μουσικός: Γιώργος Δούσος

1 σκέψη στο “Αρίστος – Κριτική της Παράστασης”

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr