fbpx

Henrik Ibsen – Ο Νορβηγός δημιουργός του Σύγχρονου Δράματος

Ο HENRIK IBSEN γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1828 στο Skien της Νορβηγίας. Πέρασε πολλά χρόνια στο Grimstad ως μαθητευόμενος σε ιατρείο, και το 1850 μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Christiania. Σύντομα, επισκέφθηκε την Κοπεγχάγη και τη Δρέσδη για να πραγματοποιήσει μια μελέτη πάνω στο θέατρο, προετοιμάζοντας την ανάληψη της ευθύνης του θεάτρου του Μπέργκεν.

Έγραψε και σκηνοθέτησε έργα για το θέατρο, βασισμένα κυρίως σε σκανδιναβικούς μύθους που ονομάζονται sagas. Έχει επίσης σκηνοθετήσει θεατρικά έργα, κερδίζοντας έτσι γνώσεις σε όλες τις πτυχές της θεατρικής παραγωγής. Επέστρεψε στη Christiania το 1857 για να γίνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Νορβηγικού Θεάτρου και παντρεύτηκε τη Suzannah Thoreson, με την οποία απέκτησε έναν γιο, που ονομάστηκε Sigurd. Το νορβηγικό θέατρο χρεοκόπησε το 1862, και το 1864, δυσαρεστημένος με τη νορβηγική πολιτική και την έλλειψη επιτυχίας του ως συγγραφέα, ο Ibsen μετέφερε την οικογένειά του στην Ιταλία.

Το 1865, δημοσίευσε αυτό που θεωρείται το πρώτο του σημαντικό έργο, το Brand. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό το έργο έγινε μεγάλη επιτυχία στη Νορβηγία και του απέφερε κρατική επιχορήγηση και οικονομική σταθερότητα. Η επιτυχία του συνεχίστηκε με το Peer Gynt, ένα φανταστικό έργο για το οποίο ο Edvard Grieg συνέθεσε τη μουσική. Ένας λόγος για τον οποίο το έργο έγινε τόσο δημοφιλές ήταν η χρήση στοιχείων από τα παραμύθια της Νορβηγίας ως έμπνευση για την ιστορία. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτό το μη ρεαλιστικό δράμα, ο Ibsen είχε ήδη αρχίσει να ενσωματώνει την κοινωνική σάτιρα στο έργο του, δημιουργώντας έναν κύριο χαρακτήρα, τον Peer Gynt, ο οποίος είναι εντελώς εγωιστής και αδιάφορος για τις θυσίες που κάνουν άλλοι για να τον βοηθήσουν.

Το 1868, ο Ibsen και η οικογένειά του μετακόμισαν στη Γερμανία, όπου έζησαν για πολλά χρόνια, ενώ ο Ibsen έγραψε το μεγαλύτερο μέρος των μεγάλων έργων του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ibsen άρχισε να επικοινωνεί με τον Georg Brandes, έναν Δανό  λογοτέχνη. Μαζί, έφεραν το σύγχρονο κίνημα στη Σκανδιναβία, επαναστατώντας ενάντια στις παλιές ρομαντικές παραδόσεις και ανταποκρινόμενοι στις νέες ανησυχίες του σύγχρονου κόσμου. Ο Ibsen άρχισε να γράφει σε πεζό λόγο αντί για στίχο και άρχισε να επιτίθεται σε σύγχρονα, ρεαλιστικά κοινωνικά προβλήματα στα έργα του.

Επηρεάστηκε από τη πεθερά του, Magdalene Thoreson, η οποία ήταν ηγέτης του φεμινιστικού κινήματος στη Νορβηγία. Πολλά από τα έργα του περιέχουν κριτικές για το γάμο, απεικονίζοντας κυρίαρχους, πολύπλοκους θηλυκούς χαρακτήρες που είναι παγιδευμένοι σε δυστυχισμένες καταστάσεις από τους περιορισμούς των αυστηρών βικτοριανών παραδόσεων. Αυτά τα έργα συμπεριλαμβάνουν  το Κουκλόσπιτο (1879), τους Βρικόλακες (1881) και τη Hedda Gabler (1890). Ο Ibsen έγραψε τον Εχθρό του λαού το 1882, εν μέρει ως απάντηση στην δημόσια κατακραυγή εναντίον του Κουκλόσπιτου και των Βρικολάκων.

Τα μεταγενέστερα έργα του Ibsen αντιπροσωπεύουν μια μετάβαση από τα ρεαλιστικά κοινωνικά του δράματα σε πιο συμβολικά και ψυχολογικά δράματα. Αυτά τα έργα περιλαμβάνουν το Wild Duck (1884), το Rosmersholm (1886) και τη Lady from the Sea (1888). Καθώς η επιτυχημένη δραματική καριέρα του Ibsen συνέχισε, έγινε διάσημη προσωπικότητα στην Ευρώπη. Το μακρύ μαύρο παλτό και οι μεγάλες λευκές φαβορίτες έγιναν το σήμα κατατεθέν του Ibsen και ένα συχνό θέμα σε καρικατούρες του. Για τα 70α γενέθλιά του το 1898, πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας εκδηλώσεις στην Κοπεγχάγη και τη Στοκχόλμη. Το 1900, ο Ibsen υπέστη το πρώτο του εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο έληξε τη σταδιοδρομία του. Πέθανε στις 23 Μαΐου 1906 στη Christiania και τιμήθηκε με μια μεγάλη κηδεία δημοσία δαπάνη.

Σήμερα, ο Ibsen είναι γνωστός ως ο «Πατέρας του Σύγχρονου Δράματος». Τα έργα του Ibsen εισήγαγαν ρεαλιστικούς διάλογους και χαρακτήρες με ψυχολογικό βάθος στη σκηνή και γέννησαν το σύγχρονο κίνημα στο δράμα. Ο Ibsen είναι επίσης ο μεγαλύτερος Νορβηγός συγγραφέας όλων των εποχών και θεωρείται ο πιο συχνά παιγμένος δραματουργός στον κόσμο μετά τον Σαίξπηρ. Το βάθος του χαρακτήρα στα έργα του Ibsen, ο φυσιοκρατικός διάλογος και η χρήση του υποκειμένου άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο παράγεται το σύγχρονο δράμα και τα κοινωνικά του θέματα εξακολουθούν να έχουν σημασία όταν τα έργα του παίζονται σήμερα.

Ο Ibsen ανήκει στους μεγάλος δημιουργούς, είτε τεχνικά είτε φιλοσοφικά. Ως δραματουργός οφείλει πολλά στον Augier και τον Dumas. Ως φιλόσοφος στους Schopenhauer και Nietzsche. Εντούτοις, τελικά ανέπτυξε μια δική του τεχνική και μια φιλοσοφία πέρα από αυτή των οποιωνδήποτε πνευματικών προγόνων του. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο γεγονός ότι πήρε το “καλοφτιαγμένο” έργο από το σημείο όπου το είχαν αφήσει οι Γάλλοι και το έφερε σε κατάσταση τελειότητας που κανείς δεν έχει βελτιώσει ακόμα.

Όπως και πολλοί φιλόσοφοι, άλλαζε συχνά τις ιδέες του. Στο έργο του «Εχθρός του λαού», ο Stockmann ισχυρίζεται ότι οι περισσότερες αλήθειες παύουν να είναι τέτοιες μετά από είκοσι χρόνια. Στα ποιητικά του δράματα και σε πολλά από τα κοινωνικά του έργα κηρύττει το δόγμα των ιδανικών και στο The Wild Duck φαίνεται να αρνείται την αξία τους. Ωστόσο, αν το έργο του σχολιαστεί στο σύνολό του, μπορεί να εντοπιστεί κάτι σαν μια φιλοσοφία ζωής, ένα ξεχωριστό σύστημα σκέψης και πεποίθησης. Πάνω απ ‘όλα, ο Ibsen πίστευε στο άτομο, στο δικαίωμά του να ζει τη ζωή του σύμφωνα με την προσωπική του πίστη, παρά όλα τα εμπόδια. Λέει ξανά και ξανά ότι ένας άνθρωπος για να συνειδητοποιήσει το καλύτερο που υπάρχει μέσα του πρέπει να έχει το θάρρος, τη θέληση, να είναι ο εαυτός του.

Τώρα, το άτομο που το επιθυμεί, θα βρεί πάντα την κοινωνία εναντίον του. Αν είναι αρκετά ισχυρός, θα σπάσει τους κοινωνικούς δεσμούς, αν όχι, είναι απλώς αδύναμος και θα αποτύχει. Η Νόρα πρέπει να “ζήσει τη ζωή της”. Αναγκάζεται, για να το κάνει αυτό, να εγκαταλείψει το σπίτι και την οικογένειά της, καταστρέφοντας έτσι έναν από τους πιο “απαραβίαστους” κανόνες της κοινωνίας. Ο Ibsen είναι αποφασισμένος να αποδώσει στην κρίση τις περισσότερες από τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής του και το αποτέλεσμα είναι ότι για τριάντα χρόνια όλη η περιφρόνηση και το μίσος ενός εξωφρενικού κοινωνικού συστήματος είχαν σωρευθεί πάνω στο κεφάλι του.

Οι τρομακτικές και ογκώδεις επιθέσεις εναντίον του για το Κουκλόσπιτο και τους Βρικόλακες ήταν απλά ενδείξεις για τη φρίκη με την οποία οι ιδέες του γίνονταν αντιληπτές από τους ανθρώπους της εποχής του, και αποδεικνύουν ότι η κοινωνία ήταν ακόμα χρόνια πίσω από τον σκανδιναβό δημιουργό.

Τα δραματουργικά του έργα διατηρούν την αίσθηση της πραγματικότητας. Παράγουν στον αναγνώστη την εντύπωση ότι αυτό που διαβάζει πραγματοποιείται μπροστά του. Αλλά εκφράζουν ταυτόχρονα μια αίσθηση τέχνης, και απομάκρυνσης, μια εικόνα που βρίσκεται στο πλαίσιο της, μια αφή της ανώτερης πραγματικότητας που ονομάζεται αλήθεια, μια έννοια που υποκρύπτει και εξευγενίζει το σύνολο. Αυτή η αίσθηση της τέχνης παράγεται με τη χρήση συμβόλου. Όλη την ώρα είναι εκεί, σταθερή, διάχυτη, πειστική – να πείσει τον θεατή ότι αυτό που βλέπει είναι η ίδια η ζωή και ότι, πέρα από τη ζωή, είναι αλήθεια.

Εργογραφία:

Κατιλίνας (1850), Ο τάφος του πολεμιστή (1850), Η κυρά Ίνγκερ από το Έστροτ (1855), Η γιορτή στο Σόλχαουγκ (1856), Όλαφ Λίλιενκρανς (1857), Τα παλικάρια στο Χέλγκελαντ (1858), Η κωμωδία του έρωτα (1862), Οι μνηστήρες του θρόνου (1863), Μπραντ (1865), Πέερ Γκυντ (1867), Ο σύνδεσμος των νέων (1869), Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος (1873), Τα στηρίγματα της κοινωνίας (1877), Το κουκλόσπιτο (1879), Βρυκόλακες (1881), Ένας εχθρός του λαού (1882), Η αγριόπαπια (1884), Ρόσμερσχολμ (1886), Η κυρά της θάλασσας (1888), Έντα Γκάμπλερ (1890), Ο αρχιμάστορας Σόλνες (1892), Ο μικρός Έγιολφ (1894), Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν (1896), Όταν εμείς οι νεκροί ξυπνήσουμε (1899).

*κείμενο Κάτια Σωτηρίου

Σχολιάστε

Θέατρο - mytheatro.gr